Μαθήματα υπό Εμμανουήλ Φαρλέκα – ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΑΙ ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΨΑΛΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

FARLEKAS_TRIODION_2ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΔΙΑ ΝΕΩΤΕΡΟΥΣ
ΥΠΟ ΕΜΜΑΝΝΟΥΗΛ ΦΑΡΛΕΚΑ
(Από τον πρόλογο του «Τριωδίου» του)

 

Επί μακράν σειράν ετών εις την πάτριον Εκκλησιαστικήν Μουσικήν και ειδικώς περί την μελοποιίαν ασχοληθείς, το πλείστον μέρος της Εκκλησιαστικής Υμνωδίας κατά το μέλος και τον ρυθμόν επεξειργάσθην, μετά πάσης ευλαβείας περιοριζόμενος εις τον κύκλον των παρά των αειμνήστων Διδασκάλων παραδεδομένων ημίν και το γνήσιον Εκκλησιαστικόν ύφος εκπροσωπουσών μουσικών γραμμών, ων χρήσιν εποιησάμην, προσαρμόζων πάντοτε το κάλλος της μελωδίας προς το της ποιήσεως, ώστε Μουσική και Ποίησις να συμβαδίζωσιν.

Όγκον χειρογράφων εφηρμοσμένων μουσικών μελωδιών είχον συγκεντρώσει εν Μικρά Ασία, αρχιγραμματεύς της πρεσβυγενούς Μητροπόλεως Εφέσου διατελών και τους χορούς των εν Κορδελίω Μητροπολιτικού Ναού κατά τον μέγαν πόλεμον διευθύνων. Και διέφυγον μεν κατά την τελευταίαν εθνικήν συμφοράν την αγχόνην Θεία αρωγή της εν ισχύι δεδοξασμένης Δεξιάς του Κυρίου, αλλά τα χειρόγραφα μετά παντός, ό εκεκτήμεθα, εγκατελείφθησαν εις την διάθεσιν των εις δήωσιν και αρπαγήν εκτραπεισών ορδών των κατακτητών.

Κατά δε την ενταύθα έλευσίν μου, ξενίας εν τη Ιερά και Σεβασμία Μονή Πετράκη τυχών, την εν τω Ναώ αυτής ψαλμωδίαν ανέλαβον, εξ ου και εδόθη μοι αφορμή, ίνα εξ υπαρχής την των Εκκλησιαστικών μελωδιών επεξεργασίαν και διασκευήν και αύθις επιχειρήσω και κατά μικρόν άπασαν την ενιαύσιον Ακολουθία απαρτίσω.

Εκ των ευμενών δε κρίσεων των τε εν δημοσίαις εμφανίσεσι προϊόντα της των Εκκλησιαστικών Μελών παρ’ εμού γενομένης επεξεργασίας εκτελεσάντων και των ακουσάντων αυτά, προήχθη αφ’ ενός μεν εις σχηματισμόν πεποιθήσεως, ότι έργον χρήσιμον τη Αγία ημών Μητρί Εκκλησία θα προσενέγκω, χωρίς δε να καυχηθώ ότι το έργον μου είναι τέλειον εν πάσι – πολλού γε και δει – θα διευκολύνω τους ιεροψάλτας εις το έργον αυτών και θα παρορμήσω τους σπουδαστάς της πατρίου ημών μουσικής εις την προσήκουσαν εκτίμησιν του ανεκτίμητου τούτου θρησκευτικού και εθνικού ημών Κειμηλίου, αφ’ ετέρου δε εις την απόφασιν, ίνα εκ της σειράς των εν λόγω μελωδιών τύποις εκδώσω το Τριώδιον, περιλαμβάνον απάσας τας από της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι της Κυριακής των Βαΐων Ακολουθίας, πλήρεις μετά των σχετικών Τυπικών Διατάξεων και πλείστων χρησίμων τοις μέλλουσι να χρησιμοποιήσωσι το βιβλίον μου τούτο οδηγιών.

Αντιθέτως προς το επικρατούν αξίωμα, ότι εμμένοντες εις τας παραδεδομένας ημίν Εκκλησιαστικάς Μελωδίας, δεν επιτρέπεται να προβαίνωμεν εις νέων μελωδιών συνθέσεις, ερρίφθη επ’ εσχάτων η γνώμη ότι άπαντα τα μέλη της Εκκλησιαστικής ημών Μουσικής, μηδ’ αυτών των Ειρμολογικών εξαιρουμένων, εν οις κυριαρχεί ωρισμένος ρυθμός, έχουσιν ανάγκην ριζικής ανακαινίσεως, χάριν τελείας δήθεν αποδόσεως του νοήματος των ψαλλομένων ύμνων, αδιάφορον αν απόλλυται ο ωρισμένος ρυθμός και η προσωδία του ποιητικού μέτρου και αν αποξενούντες ούτο τας Εκκλησιαστικάς μελωδίας από της κυριαρχούσης εν αυτοίς βυζαντινής αισθητικής, δημιουργώμεν μίαν νέαν μουσικήν, όλως ξένην προς την εν χρήσει πάτριον.

Ακραιφνώς αφωσιωμένος εις τας σεπτάς παραδόσεις, ουδέν το οθνείον προς τας παραδεδομένας ημίν παρά των αειμνήστων Διδασκάλων Εκκλησιαστικάς γραμμάς παρενέβαλον εν τη του περιεχομένου της παρούσης εκδόσεως επεξεργασία, ουδ’ εδημιούργησα τι το πρωτότυπον¹. Το υποβαλλόμενον έργον είναι μάλλον απάνθισμα των έργων των δοκιμωτέρων μουσικοδιδασκάλων της Μεγ. του Χριστού Εκκλησίας, οίτινες διεφύλαξαν την παράδοσιν πιστοτέραν εκ της αρχαιότητος. Εκείνο, το οποίον διακρίνει τας μελωδίας αυτών είναι η σεμνότης του ύφους και η καθαρότης του χαρακτήρος της μουσικής Βυζαντινής Τέχνης. Είναι αδύνατον να μη διατεθή θρησκευτικώς η ψηχή του ορθοδόξου χριστιανού από τον τρόπον, με τον οποίον ηρμήνευον οι αείμνηστοι εκείνοι Διδάσκαλοι τα άσματα της Εκκλησίας. Πιστεύω δ’ ότι η μελοποίησις δε είναι τόσον προσωπική αυτών δημιουργία, όσον μουσική παράδοσις της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, αφ’ ής ασυγγνώστως εξετροχιάσθησαν νεωτερισταί τινες ιεροψάλται και μουσικοδιδάσκαλοι των Αθηνών έκαστος αυτών συγγράφει, μελλοποιεί και ψάλλει κατά το δοκούν, άνευ πειθαρχίας εις την αρχαιοπρεπή μουσικήν γραμμήν, ήτις εκφράζει την σοβαρότητα του ήθους της ορθοδόξου χριστιανικής ψυχής, διαθέτουσα αυτήν εις κατάνυξιν και γεννώσα συγκινήσεις, εν οις αισθάνεται την απήχησιν των ευσεβών ορθοδόξων αισθημάτων. Και θα ήτο καιρός να τεθή τέρμα εις την τραγελαφικήν παραμόρφωσιν των Βυζαντινών μας μελωδιών υπό μιαν τετράφωνον κακοτεχνοτροπίαν, ήν – επαναλαμβάνω να είπω – χαρακτηρίζει ασύνετος εκτροχιασμός εκ της παραδόσεως, την οποίαν ουδόλως δικαιούμεθα να θίξωμεν παραμορφούντες την θρησκευτικήν αυτής φυσιογνωμίαν.

Αντιθέτως, αύτη στερεοποιηθείσα διά των αιώνων, δέον ν’ αποτελέση θέμα σοβαράς και φιλοστόργου μελέτης προς διατήρησιν της κληρονομηθείσης προγονικής παρακαταθήκης. Και μόνη η ιδέα ότι αι παραδεδομέναι ημίν Εκκλησιαστικαί μελωδίαι εδημιουργήθησαν εις εποχήν μυστικοπαθών εξάρσεων και εμπνεύσεων, εις εποχήν δημιουργίας μιας ολοκλήρου θρησκείας, δέον να εμπνεύση ημίν άπειρον σεβασμόν προς την Μουσικήν και αποτρέψη από των σφαλερών νεωτερισμών εις ους εξετροχιάσθησαν οι διάφοροι των Αθηνών υμνωδοί, μηδόλως λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι πρόκειται περί προγονικού Κειμηλίου, όπερ διασωθέν μέχρις ημών υπό της Αγίας ημών Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, θεωρείται και κτήμα παγκόσμιον.

Υπό τοιούτων εμφορούμενος ιδεών, προέβην εις επεξεργασίαν της του υπό την Σεπτήν της Αγίας και Ιεράς Συνόδου έγκρισιν υποβαλλομένου ΤΡΙΩΔΙΟΥ μουσικής ύλης, καθ’ ήν υπ’ όψη είχον πρωτίστως μεν και κυρίως την πολυχεύμονα της Μουσικής ημών πηγήν, ήτοι Πέτρον τον Λαμπαδάριον και τους μετ’ αυτόν Πρωτοψάλτας της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Ιάκωβον, Κωνσταντίνον και Γρηγόριον, τον Διδάσκαλον Χουρμούζιον τον Χαρτοφύλακα και Θεόδωρον τον Φωκαέα, έτι δε Γεώργιον τον Ραιδεστηνόν και τον ευφάνταστον της Σμύρνης Πρωτοψάλτην Νικόλαον², ων το ύφος εν τοις διασκευασθείσιν ύμνοις απετύπωσα, απαρτίας – ως έφθην ειπών – Εκλογάς γραμμών Εκκλησιαστικών εν εκλεκτοίς μουσικοίς μαθήμασιν εγκατεσπαρμένων, μη αποκρουούσας τους ακούοντας, ετήρησα δε μετά πάσης ευλαβείας τους παραδεδεγμένους κανόνας της ορθογραφίας, ευανάγνωστον μεν³ καταστήσας την μουσικήν μου γραφήν, ευχερή δε την παρά πολυμελών χορών εκτέλεσιν του κειμένου, εις ο μάλιστα παρενέβαλον και τας καταλλήλους συνθηματικάς λέξεις προς οδηγίαν των εκτελεστών δια την έκφρασιν του ηπίου, του ικετευτικού, του ζωηρού, του βραδυτέρου κ.τ.λ., καίτοι ως τοις πεπειραμένοις ιεροψάλταις γνωστόν η εναλλαγή των μουσικών κλιμάκων και γενών εν τοις ψαλλομένοις τροπαρίοις, η των λέξεων σημασία και του κειμένου η έννοια οδηγούσιν εις απόδοσιν αναλόγου εκφράσεως των σχετικών γραμμών κατά την εκτέλεσιν, επεσήμανα δε δια του αρχικού στοιχείου των φθόγγων, επί των μουσικών χαρακτήρων τιθεμένου, το «ίσον» προς οδηγίαν των ψαλλόντων δια την τούτου εναλλαγήν παρά των ισοκρατών.

Επί τούτοις, φρονών ότι εν τη Ιερά Ψαλμωδία χρησιμοποιούμενα κείμενα δέον απαραιτήτως να φέρωσι την έγκρισιν της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής ημών Αρχής πριν θέσω εις κυκλοφορίαν την κόπου μακρού και δαπάνης ου σμικράς δεηθείσαν, θεία δε συνάρσει συντελεσθείσαν έκδοσιν, πεντακοσίας σελίδας περιλαμβάνουσαν, προάγομαι ευσεβάστως να υποβάλω τη Αγία και Ιερά Συνόδω το ταπεινόν μου τούτο μουσικόν πόνημα, υικώς εξαιτούμενος, όπως αγαθυνομένη περιβάλη αυτό δια της Σεπτής Αυτής εγκρίσεως και επιτρέψη κατ′ ακολουθίαν την εν ταις Ιεραίς υμνωδίαις χρησιμοποίησιν αυτού.

Υποσημειούμαι δε μετά σεβασμού βαθυτάτου

Ευπειθέστατος
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Ι. ΦΑΡΛΕΚΑΣ
ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ ΤΗΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

 

¹Την Μουσικήν εδιδάχθην εν τη πατρίδι μου Αϊδινίω (Τράλλεσι) της Μικράς Ασίας, παροτρύνσει του Σεβ. Μητροπολίτου νυν Χριστουπόλεως κ.Μελετίου, καθηγητού τότε των θρησκευτικών μαθημάτων, μαθητεύσας παρά τω εν μακαρία τη λήξει γενομένω αρίστω μουσικοδιδασκάλω Εμμανουήλ Αντωνανάκη, Κρητί, μαθητή υπάρξαντι των Πρωτοψαλτών Κρήτης Παύλου Βλαστού και Κων. Ψαρουδάκη, όστις πάλιν εμαθήτευσε παρά τω εκ των εφευρετών της εν χρήσει μεθόδου Γρηγορίου Πρωτοψάλτη της Μεγ. του Χριστού Εκκλησίας. Παρηκολούθησα δε εφ’ ικανόν εν Κωνσταντινουπόλει, ακροώμενος των εκπροσώπων του Βυζαντινού ύφους αειμνήστων Μεγ. Πρωτοψαλτών Γ. Βιολάκη και Αριστείδου Νικολαΐδου, ως και του καλλικελάδου νυν Μεγ. Πρωτοψάλτου Ιακώβου Ναυπλιώτου.

²Ο Πρωτοψάλτης Σμύρνης Νικόλαος (+1887) εμαθήτευσε παρά τω Μεγ. Πρωτοψάλτη Μανουήλ τω Βυζαντίω (+1819), ούτινος αφ’ ετέρου Δομέστιχος υπήρξε και ο μετέπειτα Μέγας Πρωτοψάλτης Κωσταντίνος ο Βυζάντιος (+1862). Εις τούτο δε αποδοτέα η καταπληκτική ομοιότης των συνθέσεων του τε Κωνσταντίνου και του Νικολάου, μιμηθέντων πιστώς το σοβαρόν και γλαφυρόν ύφος του Πρωτοψάλτου Μανουήλ. Αι μελωδίαι του Νικολάου σπουδαίαν επίδρασιν ήσκησαν επί των Μουσικών και Ιεροψαλτών της Σμύρνης και απάσης της Μικράς Ασίας ως και των Νήσων του Αιγαίου.  

³Παρά το ευανάγνωστον της γραφής και το ευχερές της εκτελέσεως των εν τω ταπεινώ τούτω πονήματι περιεχομένων μελωδιών, συνιστώμεν θερμώς τοις κ.Ιεροψάλταις όπως αποφεύγωσι να ψάλλωσιν αυτάς εκ του προχείρου. Η προμελέτη είναι απαραίτητος. Οι μετρίως μάλιστα εις το «από διφθέρας» ψάλλειν ησκημένοι εις ους προσφέρομαι να παράσχω πάσαν αρωγήν και να διδάξω αυτούς προς ακριβή και επιτυχή εκτέλεσιν των Ιερών Ακολουθιών του Τριωδίου μου, ας έχωσιν υπ’ όψιν την αξιώματος θέσιν επέχουσαν σύστασιν των παλαιών μουσικοδιδασκάλων, ότι ο σπουδαστής της Εκκλησιαστικής Μουσικής προπονούμενος οφείλει «να ψάλλη το μάθημα 99 φοράς παραλλαγήν και μίαν φοράν μέλος». Ούτω και εις τας μελωδίας ταύτας θα εμβαθύνωσι και τον πονήσαντα δεν θέλουσιν αδικήσει και τους κόπους αυτού υποτιμήσει. Πολλοί ως έθος, αναλαμβάνοντες εκ του προχείρου να ψάλλωσι μελωδίαν τινά αβασανίστως αποφαίνονται ότι «αξίζει» ενώ φρονίμως θα εποίουν, εάν ανεφώνουν το Αισώπειον «όμφακες εισίν».

 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΑΙ
ΕΠΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΨΑΛΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ

Χλευάζεται και κακολογείται η Βυζαντινή Εκκλησιαστική ημών Μουσική, της οποίας άφθαστον και ανεκτίμητον το καλλιτεχνικόν ύφος και το μεγαλείον της μελωδίας, εξ αφορμής ενίων των Ιεροψαλτών. Οι τοιούτοι δυστυχώς ως πάρεργον και εμπειρικώς το ιερόν αυτών έργον εκτελούντες, μόνον δε προς το εξ αυτού υλικόν όφελος αποβλέποντες, δεν κατώρθωσαν να αισθανθώσι την προς την θείαν τέχνην αγάπην, ήτις ωθούσα αυτούς προς ανάλογον εργασίαν, θα είχεν ως αποτέλεμα την εξύψωσιν της θέσεως του Ιεροψάλτου. Οι τοιούτοι προσερχόμενοι εις το αναλόγιον άνευ μουσικών βιβλίων και όλως απαράσκευοι, ψάλλουσιν ότι ασυνάρτητον και ακαλαίσθητον. Η χαρακτηριστική προχειρολογία ήθελεν εμπνεύσει εις αυτούς προς κύμβαλα αλαλάζοντα εοικότες. Δεν παραδειγματίζονται τουλάχιστον από τους τετραφωνιστάς, οίτινες καίπερ τα αυτά πάντοτε μουσικά μέλη στερεοτύπως εκτελούντες, ουδέποτε άνευ καταλλήλου προπονήσεως και προπαρασκευής προσέρχονται εις εκτέλεσιν του έργου αυτών. Εις άτακτον βεβαίως φυγήν θα ετρέπετο το εκκλησίασμα αν εις και μόνος κατά το σύστημα της Ευρωπαϊκής μουσικής έψαλλεν, ενώ ανεκτοί είναι οι κατά το σύστημα της Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Μουσικής ψάλλοντες ανεξαρτήτως της άνευ προσηκούσης παρασκευής προσελεύσεως αυτών εις τον ναόν.

Αλλά μουσική εκτέλεσις άνευ αρμονίας μ’ έναν μόνον ιεροψάλτην, έστω και τον καλλιφωνότερον, άνευ κανοναρχών, άνευ δομεστίχων, άνευ προπονήσεως, άνευ μουσικών κειμένων, δεν δύναται να νοηθή ουδέ παράγει τα ιερά εκείνα συναισθήματα, εις ά η Ιερά Υμνωδία αποβλέπει. Διό και ουχί άσκοπον θεωρούμεν να συστήσωμεν εις τους φίλους ιεροψάλτας τα εξής:

1) Να καταρτίζωσι τον χορόν των εκ 2 – 3 δομεστίχων και 4 – 6 τουλάχιστον κανοναρχών (παίδων), τους οποίους και να προγυμνάζωσι κατ’ αρχάς μεν καθ’ εκάστην, όταν δε εθισθώσι, δις της εβδομάδος. Κατά την προγύμνασιν δέον να καθορίζωνται τίνες θα κανοναρχώσι και εις τίνας γραμμάς θα ισοκρατώσιν οι λοιποί, εις τίνας ιδία καταλήξεις θα συμβάλλωσιν άπαντες και τίνα άσματα θα συμψάλλη άπας ο χορός άνευ διακοπής κατά σύστημα καλαισθητικόν.
Και ποίον  μεν, τέλειον πάντως, σύστημα μουσικής αρμονίας ήτο εν χρήσει παρά τοις Βυζαντινοίς δεν έχει εξακριβωθεί. Ορισμένως όμως, η εκτέλεσις της μελωδίας παρ’ αυτοίς εγίνετο κατά διάφορον ή κατά το παρ’ ημίν κρατούν σύστημα. Είναι γνωστόν εν τούτοις ότι οι πολυμελείς χοροί έψαλλαν κατά μονότονον πολυφωνίαν, (τριφωνίαν κατ’ αντιφωνίαν), ήτοι συνέψαλλον εις τρεις φωνάς κατ’ αντιφωνίαν, οι μεν βαθύφωνοι εν τη χαμηλή κλίμακα, οι οξύφωνοι εν τη αντιφωνία ταύτης, ήτοι εν τη διαπασών (μεσαία κλίμακα) και οι υψίφωνοι (παίδες) εν τη δευτέρα αντιφωνία, ήτοι εν τη δις διαπασών κλίμακα. Ανάλογον τι σύστημα μελωδίας δέον να εφαρμόζηται και παρ’ ημίν ή μάλλον το αξιόλογον σύστημα της συνηχητικής γραμμής του Μουσικοδιδασκάλου κ. Κ. Ψάχου. Δύσκολα τα ζητούμενα θα είπωσι τινές, αλλ’ εχέτωσαν υπ’ όψει ότι «τα καλά κόποις κτώνται». Εννοείται δ’ ότι διά τον καταρτισμόν Εκκλησιαστικών Μουσικών χορών απαιτείται και ανάλογος οικονομική ενίσχυσις εκ του Ταμείου των ναών δι’ ήν τον λόγον έχουσιν οι κ.Επίτροποι, επικουρούσης και της Εκκλησιαστικής Αρχής.

2) Να ψάλλωσιν από βιβλίου («από διφθέρας») και το επουσιωδέστερα έτι των ασμάτων, αφ’ ού παρασκευασθώσι διά καταλλήλου προμελέτης, ώστε να είναι εκ των προτέρων ωρισμένα τα ψαλησόμενα μαθήματα, ίνα ψαλώσιν ακριβώς και απταίστως.

3) Να τηρώσι τον ωρισμένον κατάλληλον ρυθμόν (χρόνον) εν τη εκτελέσει και να κανονίζωσι την βάσιν του ψαλλομένου μαθήματος διά του τονοδότου, ώστε να μη εκτρέπωνται εις κραυγάς απαισίας, αλλά να ψάλλωσι «φωναίς αισίαις» μετά προσοχής και κατανύξεως υπ’ όψει έχοντες την διάταξιν του ΟΕ′ Κανόνος της εν Τρούλλω Οικουμενικής Συνόδου: «Τους επί το ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παργινομένους βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη Εκκλησία αρμοδίων.»

4) Να αποφεύγωσιν ατάκτους και αναρμόστους κινήσεις, μετά φόβου και τρόμου εκτελούντες το ιερόν αυτών έργον, μετ’ ευλαβείας ιστάμενοι, μηδόλως παρεκλίνοντες του σεμνού και ιεροπρεπούς(¤), ευσχημόνως δε την φωνήν αυτών εκπέμποντες να μη παρουσιάζωσιν οικτράν όψιν κατά τε την εκτέλεσιν της ιεράς υμνωδίας και την εξαγωγήν της φωνής, κατά τρόπον την καλαισθησίαν προσβάλλοντα. Να δίδωσι το σύνθημα της προσευχής και ευλαβούς στάσεως κατερχόμενοι των στασιδίων των κατά τας ωρισμένας ώρας της Θείας Λατρείας (1. Κατά την είσοδον του Αρχιερέως, 2. Μετά το Εωθινόν Ευαγγέλιον κατά τον 50όν ψαλμόν μέχρι του «Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας», 3. Κατά την «Τιμιωτέραν» και 4. Κατά την Δοξολογίαν μέχρι της απαγγελίας του «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός», 5. Κατά την Μεγάλην Είσοδον των Τιμίων Δώρων, 6. Κατά το «Τα Σα εκ των Σων» μέχρι του «Εν πρώτοις μνήσθητι», 7. Προ του «Πρόσχωμεν» μέχρι του «Τα Άγια τοις αγίοις», 8. Εις το «Μετά φόβου Θεού»).
Ας εύρη δε εν προκειμένω απήχησιν εις την καρδίαν των Ιεροψαλτών η κατά των παρεκτρεπομένων επιτίμησις του Ιερού Χρυσοστόμου, εν ιερά αγανακτήσει, λέγοντος: «Άθλιε και ταλαίπωρε, δέον σε δεδοικότα και τρέμοντα την αγγελικήν δοξολογίαν εκπέμπειν, φόβω τε και τρόμω την εξομολόγησιν τω κτίστη ποιείσθαι και διά ταύτης συγγνώμην των πταισμάτων αιτείσθαι, συ δε τα μίμων και ορχηστών ενταύθα προάγεις, ατάκτως μεν τας χείρας επανατείνων και τοις ποσίν εφαλλόμενος και όλω περικλώμενος τω σώματι». Πας τις δε φαντάζεται οποίας – οικτράς πάντως – εντυπώσεις αποκομίζει ο Άγιος οσάκις αν παρακολουθή την Λειτουργίαν του, εκτελουμένην παρά τινών τετραφωνιστών, εν συμφυρμώ μάλιστα μετά δεσποινίδων. Τούτων, άλλοι μεν με την βακτηρίαν των ανά χείρας επιδεικτικώς περιβλέποντες και ατάκτως περιστρεφόμενοι, άλλοι δε τα ενδύματα αυτών και τους λαιμοδέτας αποβάλλοντες, ωσεί προς παλαίστραν απεκδυόμενοι, μεταφέρουσι το εκκλησίασμα εις το θέατρο ή εις το καφωδείον με τα θυμελικά των άσματα, άτινα οι Ιεροί Κανόνες αποδοκιμάζοντες των ιερών περιβόλων απρόβλητα διακηρύττουσι.
5) Να καταβάλληται πάσα προσοχή και μέριμνα εκ μέρους των ψαλτών και των ιερέων προς τήρησιν αρμονικής μεταξύ αυτών συμφωνίας. Προκειμένου δηλ. ο ιερεύς να απαγγείλη εκφώνησιν τινά , δέον να προσέχη ώστε ο τόνος της εκφωνήσεως να έχη υπολογισθή επί τη βάσει του προψαλέντος τροπαρίου. Επίσης δε και οι ψάλται αρχίζοντες τροπάριον τι οφείλουσι να υπολογίζωσι την βάσιν αυτού αναλόγως της προηγηθείσης εκφωνήσεως του ιερέως. Άλλως το αποτέλεσμα της μουσικής εκτελέσεως θα είναι παραφωνία και χασμωδία, αίτινες επιμελώς δέον να αποφεύγωνται.
Εν τέλει, ουχί άσκοπον θεωρούμεν να σημειώσωμεν ότι και οι ιερείς οφείλουσι να συμβάλλωσιν εις την τακτικήν διεξαγωγήν των Ασματικών Ακολουθιών, μη βιαζόμενοι προς συντόμευσιν αυτών, μηδέ χασμωδιών δι′ ακαίρων επεμβάσεων εις το έργον του ιεροψάλτου πρόξενοι γενόμενοι.(¤) Έθος ιερόν υπήρχε μέχρις εσχάτων, ίνα κατά τον Εσπερινόν του Σαββάτου του Τελώνου και Φαρισαίου το Ιερόν Τριώδιον τίθηται προ της Εικόνος του Χριστού και της Παναγίας εις την βάσιν του Εικονοστασίου (Τεμπλέου), οι δε ψάλται πριν η καταλάβωσι το στασίδιόν των εποίουν μετάνοιαν και παραλαμβάνοντες το ιερόν βιβλίον ησπάζοντο αυτό και τας Ιεράς Εικόνας, ο μεν του Χριστού, ο δε της Παναγίας, την Θείαν ενίσχυσιν επικαλούμενοι εν τη σταδιοδρομία της περιόδου των Ιερών Ακολουθιών του Τριωδίου.  

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *