Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος καὶ ἡ Βαβυλὼν τῆς Αἰγύπτου (π.Ἀθ. Σιαμάκης)

APOSTOLOS_PETROS Ὁ ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Μιχαὴλ γύρω στὸ 880 στέλνει μιὰ ἐπιστολὴ πρὸς τὸν σύγχρονό του Φώτιο Κωνσταντινουπόλεως (820-896) Δοσιθέου, Τόμος Χαρᾶς, (Πρακτικὰ Η΄ οἰκουμ. συν., σ. 306).  Ἦταν ἐπιστολὴ φιλοφρονήσεως καὶ ἀναγνωρίσεως τῆς κανονικότητος τοῦ Φωτίου ὡς πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Παρόμοιες ἐπιστολὲς ἔστειλαν στὸ Φώτιο καὶ ἄλλοι ἐπίσκοποι τῆς Ἀνατολῆς, ἐπειδὴ στὴ Δύσι εἶχαν ἀμφισβητήσει τὴν κανονικότητα τῆς ἁθρόας χειροτονίας καὶ προαγωγῆς του ἀπὸ λαϊκὸ σὲ πατριάρχη μέσα σὲ μία ἑβδομάδα.

Στὴν ἐπιστολή του ὁ Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει ὅτι στὴν τοπικὴ σύνοδο ποὺ συγκρότησε στὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ τὸ λόγο αὐτό, ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἦταν παρὼν καὶ ὁ Ἰάκωβος Βαβυλῶνος. Μάλιστα ὁ Ἰάκωβος ἀναφέρεται στὸν κατάλογο δεύτερος μητροπολίτης μετὰ τὸ Ζαχαρία Τιμιανθίου. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Βαβυλὼν τὸν καιρὸ τοῦ Φωτίου ἦταν μεγάλη πόλι, τρίτη μετὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ τὸ Τιμιάνθιον, καὶ εἶχε μητροπολίτη. Στὴν τοπικὴ σύνοδο, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς 4 μητροπολῖτες ἔλαβαν μέρος καὶ ἐπίσκοποι οὐκ ὀλίγοι.

Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ Βαβυλών; Πρόκειται γιὰ τὴν Αἰγυπτικὴ Βαβυλῶνα, ποὺ ἐκτεινόταν δίπλα στὸ Δέλτα τοῦ Νείλου. Ἡ Βαβυλὼν αὐτὴ εἶναι ἡ πανάρχαια Μέμφις, δηλαδὴ τὸ σημερινὸ Κάϊρο. Ἂν καὶ τὰ δάπεδα τῶν τριῶν αὐτῶν μεγάλων πόλεων δὲν ταυτίζονται, ὅμως γιὰ τοὺς ἀρχαιολόγους καὶ ἱστορικούς, πρόκειται γιὰ τὴν ἴδια πόλι καὶ τοποθεσία. Ἡ κατὰ καιροὺς μικρὴ μετατόπισι καὶ μετωνομασία γιὰ λόγους καθαρὰ πολεοδομικούς, εἶναι κάτι τὸ πολὺ συνηθισμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα μέχρι καὶ τὶς μέρες μας. Λόγου χάρι:
Κνωσὸς – Ἡράκλειον
Λέρνα – Τίρυνς – Μυκῆναι –  Ἄργος
Ἀμύκλαι – Σπάρτη – Μυστρᾶς – Σπάρτη
Ἰωλκὸς – Παγασσαὶ – Βόλος
Λάρισα –  Ἄργος Πελασγικὸν – Λάρισα
Πύδνα – Κατερίνη
Πέλλα – Θεσσαλονίκη
Φίλιπποι – Καβάλα
Τροία – Ἄβυδος – Τσιανάκκαλε
Ἀκυληΐα – Τεργέστη
Στρατόπεδα – Ναύκρατις – Ἀλεξάνδρεια
Βαβυλὼν (Ἀσιατικὴ) – Κτησιφῶν – Βαγδάτη
Λυγκηστὶς – Πελαγονία –  Ἡράκλεια
Χλωρὶς – Χλώρινα – Φλώρινα.
Οἱ ἀρχαιολόγοι, ὡς γνωστόν, ἀνακάλυψαν τὴν ἀρχαία Φλώρινα στὸ ΝΔ πρανὲς τῆς σημερινῆς πόλεως. Μὲ τὴν ἔννοια αὐτὴ ἡ Μέμφις – ἡ Βαβυλὼν – καὶ τὸ Κάϊρον εἶναι μία πόλις. Αὐτὴ ποὺ ἀναπτύσσεται  στὸ δυτικώτερο κέρας τοῦ Δέλτα τοῦ Νείλου.
Ἡ Αἰγυπτιακὴ αὐτὴ πόλι λεγόταν Μέμφις ἐνόσῳ διαρκοῦσε τὸ ἐλεύθερο φαραωνικὸ κράτος τῆς Αἰγύπτου, στὰ χρόνια τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Μωυσέως, καὶ πιὸ πρίν. Βαβυλὼν λεγόταν κατὰ τὶς περιόδους ποὺ στὴν Αἴγυπτο ὑπῆρχε περσικὴ κατοχὴ καὶ στὴ συνέχεια μακεδονική, ῥωμαϊκή, βυζαντινὴ καὶ ἀραβική. Μετωνομάστηκε Βαβυλὼν περίπου ἐπὶ  Μ. Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων του. Ἂς σημειωθῇ ὅτι κατὰ τὴ μακεδονικὴ ῥωμαϊκὴ καὶ βυζαντινὴ κατοχὴ εἶχε χάσει τὰ πρωτεῖα της ὡς πόλι. Εἶχε ἐκπέσει σὲ δευτερεύουσα πόλι τῆς Αἰγύπτου, διότι εἶχε ἐπισκιασθῆ κυρίως ἀπὸ τὴ νεόδμητη πρωτεύουσα Ἀλεξάνδρεια.
Τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου ἀναφέρουν πολλοὶ συγγραφεῖς λίγο πρὸ Χριστοῦ μέχρι ἀρκετὰ μετὰ Χριστόν. Συγκεκριμένως κατὰ ἀρχαιότητα τὴν ἀναφέρουν:
ὁ Διόδωρος Σικελιώτης (35 π. Χ.) (1,56,3),
ὁ ἀπόστολος Πέτρος  στὴν Α΄ Ἐπιστολή του (5,13),
ὁ Ἰώσηπος (36 – 105 μ. Χ.) στὴν Ἀρχαιολογία του (2,315),
ὁ Κλαύδιος Πτολεμαῖος (140 μ. Χ.) στὰ Γεωγραφικά του (4,5,24),
ὁ Μ. Ἀθανάσιος (295 – 373 μ. Χ.), Πρὸς μοναχοὺς περὶ Ἀρειανῶν, 72 PG 25,780b, ΕΠΕ 9,354,9,
ὁ Ζώσιμος (Ῥωμαῖος ἱστορικὸς) (420 – 450 μ. Χ.) στὴ Νέα  Ἱστορία του (1,44),
ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως (420 μ. Χ.), στὴν Πρὸς Λαῦσον ἱστορία ἢ Λαυσαϊκόν, (Ἀρσένιος 42, Δανιὴλ 3), PG 65,108α, 153c.
ὁ Στέφανος Βυζάντιος (538 – 573), στὰ Ἐθνικά του (= γεωγραφικὸ λεξικό), στὴ λέξι Βαβυλών,καὶ ἄλλοι νεώτεροι, καὶ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλεξανδρείας Μιχαὴλ πρὸς τὸν Φώτιο, ὅπως εἶπα πιὸ πάνω, (στὸ τέλος τοῦ Θ΄ αἰῶνος).
Αὐτὴ τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου ὑπαινίσσεται καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι σὲ 6 σημεῖα, ἤτοι 14,8· 16,19· 17,5· 18,2· 18,10· 18,21. Ἀναφέρει βέβαια σ’ αὐτὰ ὁ Ἰωάννης τὴ Βαβυλῶνα τὴ μεγάλη, τὴν κτισμένη στὶς ἐκβολὲς τῶν διδύμων ποταμῶν Τίγρητος καὶ Εὐφράτου, ποὺ κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν προφητῶν ἦταν πρωτεύουσα τῆς γῆς, σύμβολο τοῦ κόσμου τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ ὁ τρόπος τῆς ἀναφορᾶς ὑπονοεῖ καὶ μιὰ ἄλλη Βαβυλῶνα, τὴ μικρή, τὴν Αἰγυπτιακή. Τὴν ἀντιδιαστολὴ τῆς μιᾶς καὶ τῆς ἄλλης Βαβυλῶνος τὴν κάνει ὁ Ἰωάννης, ὀνομάζοντας τὴν ἀσιατικὴ «Βαβυλῶνα μεγάλην». Τὸ ἐπίθετο «μεγάλη» ὁ Ἰωάννης τὸ χρησιμοποιεῖ ὄχι ὡς κοσμητικό, ἀλλά, ὅπως ἐλέχθη, ὡς ἀντιδιασταλτικό, διότι μὲ αὐτὸ θέλει νὰ ἐννοηθῇ ἀπὸ τὸν ἀναγνώστη τῆς ἀποκαλύψεως ἀνεπαίσθητα καὶ ἄλλη Βαβυλών, ἡ Αἰγυπτιακή, ποὺ παλαιότερα ἐρχόταν δεύτερη σὲ μέγεθος πληθυσμὸ ἀρχαιότητα καὶ φήμη.

Γιατί τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Ἰωάννης; Διότι συνδεόταν βιωματικὰ καὶ συναισθηματικὰ μαζί της. Σ’αὐτὴν πέρασε ἕνα μέρος τῆς κηρυκτικῆς περιόδου τῆς ζωῆς του. Καὶ ὄχι βέβαια μόνο αὐτός, ἀλλὰ καὶ ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἰούδας ὁ νομιζόμενος ἀδελφὸς τοῦ Κυρίου, καὶ ὁ Μάρκος, καὶ ἄλλα στελέχη τῆς ἐκ περιτομῆς ἐκκλησίας, ποὺ ἀποτελοῦσαν τὸ κλιμάκιο τῆς ἰεροσολυμικῆς ἀποστολῆς, ἢ ἀλλιῶς τῆς ἐκ περιτομῆς ἐκκλησίας. Ὑπῆρχε βεβαίως καὶ ἕνα δεύτερο κλιμάκιο, τὸ ἐξ ἀκροβυστίας, τὸ γύρω ἀπὸ τὸν Παῦλο, ποὺ ἔδρασε στὰ ἔθνη.  Ὁ Ἰωάννης ποὺ ἀνῆκε σ’ αὐτὸ τὸ κλιμάκιο, τῆς Βαβυλῶνος, γράφοντας τὴν Ἀποκάλυψι ἀπὸ τὴν Πάτμο, διατηροῦσε ἔντονες παραστάσεις ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου, ὅπου μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους εἶχε δραστηριοποιηθῆ. Ὅπως ἕνας ποὺ περνάει τὰ φοιτητικά του χρόνια, ἂς ποῦμε στὴ Θεσσαλονίκη, διατηρεῖ στὴ ζωή του μιὰ συμπάθεια πρὸς τὴν πόλι αὐτή, ἔτσι καὶ ὁ Ἰωάννης, ἀναφέροντας τὴν ἀσιατικὴ Βαβυλῶνα, τὴν ὀνομάζει μεγάλη, γιὰ νὰ τὴν ἀντιδιαστείλῃ σιωπηρὰ ἀπὸ τὴ μικρὴ τῆς Αἰγύπτου, διότι συνδεόταν μὲ τοὺς ἀνθρώπους της.

Τὸ ὄνομα τῆς Βαβυλῶνος τῆς Αἰγύπτου καὶ πολλὲς ἄλλες πληροφορίες γιὰ τὴν πόλι αὐτή, ὑπάρχει ὄχι μόνο σὲ συγγράμματα, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ κυριώτερα ἀνέφερα πιὸ πάνω, ἀλλὰ καὶ σὲ 15 παπυρικὰ σπαράγματα, ὅπως:
Στοὺς παπύρους  Ὀξυρύγχου
895 τοῦ 305 μ.Χ.
1190 τοῦ 347,
1261 τοῦ 325,
1406 (ὅλος) τοῦ 212,
Στὸν πάπυρο τοῦ Hibeh (Χάιμπ) 220 (ὅλος) τοῦ 335.
Στὸν πάπυρο τοῦ Ryliands 627 (ὅλος).
Ἐπίσης ἀναφέρεται  στοὺς παπύρους SGUA :
5639 τοῦ Ζ΄ αἰῶνος,
5641 ἐπίσης τοῦ Ζ΄ αἰῶνος,
7520 τοῦ 710,
9545 τοῦ 112. (Εἶναι ὁ ἀρχαιότερος γιὰ τὴ Βαβυλῶνα),
9749 τοῦ 642.
Ἐπίσης ἀναφερεται στοὺς παπύρους:
873 τοῦ 299
1266 τοῦ Η΄ αἰῶνος.
Ἁμβούργου2 (λέγεται καὶ ἰουδαϊκὸς) 417 (ὅλος).

Διόδωρος Σικελιώτης ἀναφέρει ἕνα μῦθο, ποὺ τὸν ἐπαναλαμβάνει καὶ ὁ Ἰώσηπος, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οἱ πρῶτοι κάτοικοι καὶ κτίτορες τῆς Αἰγυπτιακῆς Βαβυλῶνος ἦταν κάτοικοι τῆς Ἀσιατικῆς Βαβυλῶνος, ποὺ εἶχε αἰχμαλωτίσει ὁ Φαραώ. Αὐτὰ ὁ ὄψιμος μῦθος. Ἡ πραγματικότητα ὅμως εἶναι ὅτι τὸ αἰγυπτιακὸ ὄνομα τῆς πόλεως στὰ αὐτιὰ τῶν Ἑλλήνων ἀκουγόταν περίπου ὡς «Βαβυλών». Καὶ οἱ Ἕλληνες τὴν κατέγραψαν ἔτσι. Παρεμπιπτόντως νὰ ποῦμε ὅτι οἱ Ἕλληνες ὠνόμασαν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ μιὰ ἄλλη πόλι τῆς Αἰγύπτου, τὴν Τροία, διότι ἔτσι τὴν ἄκουγαν καὶ αὐτὴν ἀπὸ τοὺς αὐτόχθονες.

Ἀναφέρθηκε προηγουμένως ὅτι ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι χρησιμοποιεῖ  6 φορὲς τὴν ἤδη στὶς μέρες του κατεστραμμένη ἀσιατικὴ καὶ «Μεγάλη Βαβυλῶνα», τὴ γνωστὴ ὡς σύμβολο ἑνὸς κόσμου ποὺ καταρρέει. Ἦταν ἡ πρωτεύουσα τοῦ κόσμου μέχρι τὰ χρόνια τοῦ Μ. Ἀλεξάνδρου. Μετὰ ἄρχισε ἡ κατάρρευσι καὶ σὲ λίγα χρόνια ἦρθε ἡ ἐξαφάνισί της. Αὐτὰ ὁ Ἰωάννης τὸν Α΄ αἰῶνα μ. Χ. Κατὰ τὸ Β΄ ὅμως αἰῶνα πρῶτος ὁ αἱρετικὸς Ἰουδαῖος ΣαλαθιὴλἜσδρας, συγγραφεὺς τῆς Ἀποκρύφου Ἀποκαλύψεως Ἔσδρα, ποὺ λέγεται καὶ Δ΄ Ἔσδρα, ὁ ὁποῖος ἀντλεῖ πολλὰ ἀπὸ τὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου, καὶ τὸν μιμεῖται ἀνεπιτυχῶς, ταύτισε τὴ «μεγάλη Βαβυλῶνα» μὲ τὴ Ῥώμη, ποὺ τότε ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῆς οἰκουμένης. Ἡ Ἀποκάλυψι Ἔσδρα ἀρχίζει μὲ τὴν αὐτοχρονολόγησί της: «Anno tricesimo ruinae civitatis (= τῆς Ἰερουσαλὴμ) eram in Babylone ego Salathiel qui et Ezras…», δηλαδὴ «Τὸ τριακοστὸ ἔτος τῆς καταστροφῆς τῆς πόλεως (= τῆς Ἰερουσαλὴμ) ἤμουν στὴ Βαβυλῶνα ἐγὼ ὁ Σαλαθιὴλ ποὺ λέγομαι καὶ Ἔσδρας…» (1,1,1). Ἐννοεῖ 30 χρόνια μετὰ τὴ δεύτερη καταστροφὴ τῆς πόλεως Ἰερουσαλὴμ ἐπὶ Ῥωμαίου αὐτοκράτορος Ἀδριανοῦ τὸ 135 μ. Χ. ( Ἡ πρώτη καταστροφὴ τῶν Ἰεροσολύμων, ὡς γνωστόν, ἔγινε τὸ 70 μ. Χ. ἀπὸ τὸ Ῥωμαῖο στρατηγὸ Τίτο). Αὐτὴ ἡ δεύτερη ἔγινε 30 χρόνια ἀργότερα. Κατ’ αὐτὸν τὸ διωγμὸ ὁ συγγραφεὺς τῆς ἀποκρύφου Ἀποκαλύψεως Ἔσδρα λέει γιὰ τὸν ἑαυτό του, ὅτι βρισκόταν στὴ Βαβυλῶνα. Συνεπῶς γράφει τὸ 165 μ.Χ., καὶ σὰν Βαβυλῶνα, στὴν ὁποία ἦταν καὶ ἔγραφε, ἐννοεῖ τὴ Ῥώμη. Γράφει καββαλιστικά, δηλαδὴ ἄλλο γράφει καὶ ἄλλο ἐννοεῖ. Γράφει Βαβυλῶνα καὶ ἐννοεῖ Ῥώμη, διότι στὴ Ῥώμη βρισκόταν.  Ἔχω μερικὲς παραπομπές του 1,1,1· 1,1,3· 1,5,5· 1,6,4.

Ἀπ’ αὐτὸν τὸν Ἰουδαῖο αἱρετικό, λοιπόν, προῆλθε ἡ ταύτισι τῆς Βαβυλῶνος μὲ τὴ Ῥώμη στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ Β΄ αἰῶνος, στὸ ἀπόκρυφο βιβλίο του, τοῦ ὁποίου τὰ 3 πρῶτα κεφάλαια σῲζονται στὴ λατινική. Ἀπὸ αὐτὸν δυστυχῶς πῆραν στὴ συνέχεια καὶ οἱ ἑρμηνευταὶ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου, καὶ αὐτὴ ἡ ἑρμηνεία πέρασε καὶ στὴ ῥαββινικὴ φιλολογία καὶ δυστυχῶς καὶ στὴ χριστιανικὴ γραμματεία, στὴν πατερικὴ ὅπως συνηθίζεται νὰ λέγεται. Ὁ πρῶτος ποὺ χρησιμοποιεῖ αὐτὴν τὴν ταύτισι Βαβυλῶνος καὶ Ῥώμης εἶναι ὁ Εἰρηναῖος, πρὶν ἀπὸ τὸ 180, στὸ ἀντιαιρετικὸ σύγγραμμά του «Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς Ψευδωνύμου γνώσεως» (3,1,1· 3,3,2· 3). Ὁ Εἰρηναῖος ζῇ τὴν ἴδια ἐποχὴ μὲ τὸν Ἰουδαῖο αἱρετικὸ ἀποκρυφογράφο καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἔλεγχο ὅλων τῶν αἱρέσεων μέχρι τὴν ἐποχή του. Κάλλιστα λοιπὸν θὰ μποροῦσε νὰ γνωρίζῃ τὴν ἀπόκρυφη «Ἀποκάλυψι τοῦ Ἔσδρα» ἢ καὶ τὴ φήμη ποὺ διαχύθηκε στὴν ἐποχή του ἀπὸ αὐτήν, ὅτι τάχα ἡ Βαβυλών εἶναι ἡ Ῥώμη. Δὲν τὸ ἔκανε ὅμως, ἀθέλητα ἢ θελητά. Ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.

Καὶ ἔχει τόση σημασία ἡ ταύτισι Βαβυλῶνος καὶ Ῥώμης; Καὶ βέβαια, ὄχι μεγάλη, ἀλλὰ μεγίστη. Διότι ἐμφανίζεται ψευδῶς ὁ ἀπόστολος Πέτρος νὰ δρᾷ στὴ Ῥώμη, ἐνῷ ὁ Πέτρος δρᾷ καὶ κηρύττει στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου. Ἔτσι λέει ὁ ἴδιος στὴν πρώτη Ἐπιστολή του 5,13: «Ἀσπάζεται ὑμᾶς ἡ ἐν Βαβυλῶνι συνεκλεκτὴ καὶ Μάρκος ὁ υἱός μου». Καὶ ὁ αἱρετικὸς κάνει τὴ Βαβυλῶνα Ῥώμη! «Λουκούμι» γιὰ τοὺς παπικούς, ὅταν μάλιστα τὸ γράφει αὐτὸ ὁ Εἰρηναῖος. Τὸ ἅδραξαν ἀμέσως καὶ τὸ ἔκαναν ἀναντίρρητο ἱστορικὸ ντοκουμέντο, ἐμφανίζοντας πάντα ὅτι τὸ λέει ὁ Εἰρηναῖος, καὶ ὄχι ὁ αἱρετικός, ἄσχετα ἂν τὸ πῆρε ἀπ’  αὐτόν. Καὶ στὴ διαδρομὴ ξεχάστηκε ἀπὸ ποῦ τὸ πῆρε ὁ Εἰρηναῖος. Ἀλλ’ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀργεῖ, ἀλλὰ δὲν λησμονεῖ. Ἰδοὺ νεώτερη ἔρευνα ἐντόπισε ἀπὸ ποῦ τὸ πῆρε ὁ Εἰρηναῖος.

Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ ὕστερα γίνεται ἡ περαιτέρω παπικὴ κατεργασία τοῦ ψεύδους. Ἀφοῦ, λένε, ὁ Πέτρος, ἔδρασε στὴ Ῥώμη, καὶ ἀφοῦ διετέλεσε πρῶτος ἐπίσκοπος «Ῥώμης», (τὸν προήγαγαν βλέπετε! ἀπὸ ἀπόστολο τὸν ἔκαναν ἐπίσκοπο!), σὲ ποιόν ἄφησε τὴ διαδοχή; Στὸν ἐπίσκοπο Ῥώμης, τὸν μετέπειτα πάπα Ῥώμης. Καὶ ἀφοῦ ὁ Πέτρος, συνεχίζουν, εἶχε τὰ πρωτεῖα μεταξὺ τῶν ἀποστόλων, ἄρα καὶ ὁ διάδοχός του πάπας ὁμοίως ἔχει τὰ πρωτεῖα μεταξὺ ὅλων τῶν ἐπισκόπων δύσεως καὶ ἀνατολῆς! Καὶ ὄχι μόνο· ἀλλὰ καὶ μεταξὺ τῶν βασιλέων, αὐτοκρατόρων καὶ ἡγετῶν ὅλου τοῦ κόσμου! Ἰδοὺ ἡ μεγίστη σημασία τῆς ταυτίσεως τῆς Βαβυλῶνος μὲ τὴ Ῥώμη εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ἔγινε τὸ ψεῦδος αὐτὸ ἐφαλτήριο, πάνω στὸ ὁποῖο πάτησε ὁ ἑωσφορικὸς πάπας, καὶ ἐκτινάχθηκε στὸ θρόνο τοῦ πρωτείου του.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σφάλμα τοῦ Εἰρηναίου ἔγιναν καὶ ἄλλα δύο, ἕνα ἀπὸ ἐσφαλμένη ἑρμηνεία ἑνὸς λόγου τοῦ Ἰγνατίου, ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, καὶ ἕνα ἀπὸ μιὰ παρανάγνωσι τοῦ Ἰουστίνου. Καὶ ἐξηγοῦμαι:

Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, ποὺ ζῇ στὰ πρῶτα μεταποστολικὰ χρόνια, στὴν Ἐπιστολή του ποὺ ἀπευθύνει πρὸς τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ῥώμης, γράφει· «Οὐχ ὡς Πέτρος καὶ Παῦλος διατάσσομαι ὑμῖν. ἐκεῖνοι ἀπόστολοι, ἐγὼ κατάκριτος» (4,3). Τὸ χωρίο αὐτὸ παρανοήθηκε ὡς ἑξῆς· «Οὐχ ὡς διετάξαντο Πέτρος καὶ Παῦλος (= τοῖς Ῥωμαίοις, προσθέτουν οἱ παρανοοῦντες τὸ χωρίο)». Ὁπότε ἀφήνεται νὰ ἐννοηθῇ ὅτι ὁ Πέτρος διετέλεσε στὴ Ῥώμη, καὶ ἄρα ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ῥώμης. (Γιὰ τὸν Παῦλο δὲν ὑπῆρχε ἀμφιβολία ὅτι πέρασε στὴ Ῥώμη δύο χρόνια. Ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὸν Παῦλο δὲν εἶχε ὁ πάπας κανένα «ἔννομο» συμφέρον, ὅπως λέμε σήμερα).  Ὁ Ἰγνάτιος ὅμως δὲν ἐννοεῖ ἔτσι αὐτὸ ποὺ λέει. Τὸ ἐννοεῖ ὡς ἑξῆς· «Οὐχ ὡς διετάξαντο Πέτρος καὶ Παῦλος (πᾶσι τοῖς Χριστιανοῖς διά τε τοῦ προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ αὐτῶν λόγου)». Τὸ λέει γενικά. Δηλαδὴ διετάξαντο ὅλους γενικὰ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ τὶς Ἐπιστολές τους καὶ τὴν προφορικὴ διδασκαλία τους. Διότι τὸ «διετάξαντο» τὸ ἐννοεῖ ἀμετάβατα, ὡς ῥῆμα ποὺ ἡ ἐνέργειά του δὲν μεταβαίνει σὲ κάποιους.

Καὶ στὴ συνέχεια· «Οὐχ οὕτω διατάσσομαι ὑμῖν». Ἐδῶ βεβαίως ἐννοεῖ τοὺς Ῥωμαίους, ἐννοεῖ ὅτι τοὺς δίνει αὐτὸς ἐντολή. Ἀλλὰ τί ἐντολή; Ἐντολὴ ποὺ δὲν ἔχει τὸ κῦρος καὶ τὴν ἰσχὺ ποὺ ἔχουν οἱ ἐντολὲς τῶν ἀποστόλων. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἰγνάτιος, ἀγαπητοί μου, κάνει κάτι μεγάλο, προσφέρει μιὰ μοναδικὴ συνεισφορὰ στὴν ἐκκλησία· ἀντιδιαστέλλει τὸ κῦρος τῆς ἐπιστολῆς του πρὸς τὸ κῦρος τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καὶ τὸ κάνει μὲ ταπεινοφροσύνη καὶ εἰλικρίνεια. Ἐπειδὴ εἶναι ἀπὸ τοὺς συγγραφεῖς ποὺ γράφουν ἀμέσως μετὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη, θέλει νὰ πῇ ὅτι οἱ ἐπιστολές του δὲν ἔχουν τὸ κῦρος ποὺ ἔχουν οἱ Ἐπιστολὲς τῶν ἀποστόλων, δὲν εἶναι Ἁγία Γραφή. Γι’ αὐτὸ καὶ συνεχίζει· «Ἐκεῖνοι ἀπόστολοι, ἐγὼ κατάκριτος». Ὁμολογία τῆς λήξεως τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῆς ἐνάρξεως τῆς πατερικῆς γραμματείας. Ὅτι ἡ μὲν Καινὴ Διαθήκη εἶναι ἀναντίρρητη στὴ διδασκαλία της, ἡ δὲ πατερικὴ γραμματεία εἶναι ὑποτακτικὴ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ σχολιαστική. Ἄλλο Χριστὸς – ἀπόστολοι, ἄλλο ἑρμηνευταὶ καὶ σχολιασταί. Τὰ ὅρια εἶναι διακριτὰ καὶ σαφέστατα.

Καὶ τώρα στὸν Ἰουστῖνο. Γύρω στὸ 165 ὁ Ἰουστῖνος βρισκόταν στὴ Ῥώμη. Ἐκεῖ, ὅπως λέει ὁ ἴδιος, εἶδε ἄγαλμα τοῦ «ἁγίου Σίμωνος», τοῦ Μάγου, ὅπως ἑρμηνεύει πάλι ὁ ἴδιος, ποὺ στὸ κάτω μέρος εἶχε τὴν ἐπιγραφὴ «στὸν ἅγιο θεὸ Σίμωνα», («Simoni deo sancto»). Καὶ ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ Ῥωμαῖοι σέβονταν καὶ λάτρευαν ὡς θεὸ τὸν ἀπατεῶνα Σίμωνα τὸ μάγο, ποὺ περιγράφεται στὶς Πράξεις (8,9-24) ὅτι τὸν ἤλεγξε αὐστηρὰ ὁ Πέτρος, ἐπειδὴ νόμισε ὅτι ἡ χάρι τοῦ Θεοῦ ἀποκτᾶται μὲ χρήματα. Αὐτὰ λέει ὁ  Ἰουστῖνος, στὴν πρώτη Ἀπολογία του ( Α΄ 26,2· 56,2). Τὰ λέει καὶ ὁ Εὐσέβιος στὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία του (2,13,3).

Ἀλλὰ πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι ἡ λατινικὴ ἐπιγραφὴ δὲν διαβάστηκε σωστὰ ἀπὸ τὸν Ἰουστῖνο. Τὸ Simoni sancto εἶναι παρανάγνωσι τοῦ Ἰουστίνου. Διότι πρόκειται γιὰ τὸν πανάρχαιο ἀγροτικὸ καὶ πριαπικὸ θεὸ ποὺ λατρεύονταν στὸ Λάτιο καὶ στὴ Ῥώμη, ὁ ὁποῖος λεγόταν Semo Sancus, Σήμων Σάγκος. Σὲ ἀνασκαφὲς ποὺ ἔγιναν στὰ νεώτερα χρόνια βρέθηκαν πολλὲς ἀναθηματικὲς ἐπιγραφὲς πάνω σὲ βωμοὺς καὶ σὲ βάσεις ἀγαλμάτων καὶ σὲ ἀφιερωματικὲς πλάκες «Semoni Sanco deo»,  δηλαδὴ «στὸ θεὸ Σάγκο». Ἀπὸ τὸ σφάλμα αὐτὸ τοῦ Ἰουστίνου προῆλθε ἀμέσως ὁλόκληρη ἀπόκρυφη φιλολογία γύρω ἀπὸ τὸν Πέτρο (ποὺ ὁ Ἰουστῖνος τὸν ἐννοεῖ στὴ Ῥώμη) καὶ τὸ Σίμωνα μάγο, οἱ ὁποῖοι διαγωνίζονται στὴ Ῥώμη ἐπὶ Νέρωνος, ποιός θὰ κάνῃ τὸ μεγαλύτερο θαῦμα! Ἑνὸς κακοῦ δοθέντος, μυρία ἕπονται.

Ἔχουμε, λοιπόν, τρία κατὰ συσσώρευσι σφάλματα. Ἕνα στὴ φράσι «Βαβυλὼν ἡ μεγάλη» τῆς Ἀποκαλύψεως, ποὺ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ ἀπόκρυφο «Ἀποκάλυψις Ἔσδρα» τοῦ Ἰουδαίου αἱρετικοῦ συγγραφέως (ἰουδαΐζοντος), ἕνα στὸ χωρίο τοῦ Ἰγνατίου Ἀντιοχείας ἀπὸ Χριστιανοὺς συγγραφεῖς τοῦ τέλους τοῦ Β΄αἰῶνος, καὶ ἕνα ἀπὸ τὴν παρανάγνωσι τοῦ Ἰουστίνου καὶ τὴν παραχθεῖσα ἀπ’ αὐτὴν ἀπόκρυφη φιλολογία. Ἀπὸ τὰ τρία αὐτὰ σφάλματα προέκυψε λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ 200 μ. Χ. ἡ ἐσφαλμένη ἀντίληψι, ὅτι ἡ Βαβυλών, ἀπὸ τὴν ὁποία γράφει τὴν Α΄ Ἐπιστολή του ὁ ἀπόστολος Πέτρος, καὶ ἄρα κατοικεῖ σ’ αὐτήν, καὶ ἀσφαλῶς εἶναι ἐπίσκοπός της, εἶναι ἡ Ῥώμη. Καὶ ἐμφανίζεται ἡ λαθεμένη καὶ ἀτυχὴς αὐτὴ ἀντίληψι πρῶτα στὸν Εἰρηναῖο. Σ’ αὐτὲς τὶς ἐσφαλμένες ἀντιλήψεις ἔρχονται νὰ συνδράμουν καὶ κάποια ἐπίσης ἀτυχῆ γεγονότα.

Ὅταν ἐπὶ Μ. Κωνσταντίνου μετατέθηκε ἡ πρωτεύουσα τῆς Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας στὸ Βόσπορο καὶ πληγώθηκε ὁ πατριωτισμὸς τῶν Ῥωμαίων τῆς Ἰταλίας, ἀκόμη καὶ τῶν Χριστιανῶν, ἡ λαθεμένη ἀντίληψι Βαβυλὼν= Ῥώμη πῆρε μιὰ ἰδιάζουσα μορφὴ ἀντιπαλότητος. Τὴν ὑποκινοῦσε ὁ πάπας. Ἡ παλιὰ Ῥώμη δὲν ἐννοοῦσε νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ τὰ πρωτεῖα της ἔναντι τῆς νέας. Πρόβαλλε σθεναρὰ καὶ ἀνυποχώρητα τὰ παλιὰ κοσμικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ πρωτεῖα της μὲ κάθε τρόπο, καὶ κυρίως μὲ τὴν Ψευδοκωνσταντίνεια δωρεά, τὴ δεινότητερη πλαστογραφία ποὺ γνώρισε ποτὲ ἡ ἱστορία τοῦ κόσμου. Λίγο ἀργότερα, τὸν Δ΄ αἰῶνα, ἐμφανίστηκε στοὺς Χριστιανούς, ἀπὸ ἀντίδρασι πρὸς τὴ Ῥώμη, καὶ ἕνας ἄχαρος ἀνταγωνισμὸς σχετικὰ μὲ τοὺς πολιούχους ἀποστόλους. Ἡ Ἀντιόχεια καυχόταν ὡς ἐκκλησία τοῦ κορυφαίου Πέτρου, τὰ Ἰεροσόλυμα ὡς ἐκκλησία τοῦ νομιζομένου ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου Ἰακώβου, καὶ ἡ Ἀλεξάνδρεια ὡς ἐκκλησία τοῦ εὐαγγελιστοῦ Μάρκου. Τότε καυχήθηκαν καὶ οἱ δύο ἀντίζηλες πρωτεύουσες, ἡ μὲν Παλαιὰ Ῥώμη ὡς ἐκκλησία τοῦ κορυφαίου Πέτρου, ἡ δὲ Νέα ὡς ἐκκλησία τοῦ πρωτοκλήτου Ἀνδρέου. Ἡ ἀντίδρασι αὐτὴ ἦταν οὐσιαστικὰ μία σιωπηρὴ ἀναγνώρισι ἐκ μέρους τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου τῆς ἀνατολῆς, ὅτι ὁ Πέτρος ὑπῆρξε πρῶτος ἐπίσκοπος τῆς Ῥώμης. (Ἀφοῦ αὐτοὶ ἔχουν τὸν Πέτρο, ἔχουμε κι ἐμεῖς τοὺς δικούς μας). Πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι σὲ μεταγενέστερους χρόνους ἔγινε ἡ πιὸ κακὴ ἐκμετάλλευσι αὐτῆς τῆς ἀντιλήψεως.

Δυστυχῶς ἡ πλαστὴ αὐτὴ ἀντίληψι στοὺς ἀρχαίους ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς, τοὺς μετὰ τὸν Εἰρηναῖο, ἔγινε ἀποδεκτή. Ἀναφέρονται μερικοί: Γάιος πρεσβύτερος (στὸν Εὐσέβιο), Ἐκ. Ἱστ. 2.25,5-7· Κλήμης Ἀλεξανδρεύς, Ἐκ. Ἱστ. 6,14,6· Διονύσιος Κορίνθου (στὸν Εὐσέβιο),  Ἐκ. Ἱστ. 2,25,8· Ὁ ἴδιος ὁ Εὐσέβιος, Ἐκ. Ἱστ. 3,1,2· 3,2,1· Λακτάντιος, Div. instit. 4,21· De mort. persecut. 2·  Ἱερώνυμος, De viris ill. 1· Οἰκουμένιος, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Α΄ Πέτρου 5,13· Θεοφύλακτος, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Α΄ Πέτρου 5,13· Γεώργιος Σύγκελλος, Χρονικὸν 5540. Ἐπίσης σὲ πολλὰ χειρόγραφα τῆς Καινῆς Διαθήκης, νεώτερα τοῦ Ι΄ αἰῶνος ὅλα, στὸ τέλος τῆς Α΄ Πέτρου μπαίνει ἡ σημείωσι· «Ἐγράφη ἀπὸ Ῥώμης». Σήμερα ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ συντηρητικὸς βιβλικός, ὁ Παναγιώτης Τρεμπέλας ἀποδέχεται ὅτι ὁ Πέτρος ἔδρασε στὴ Ῥώμη, γράφοντας· «Σᾶς στέλνει χαιρετισμοὺς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ῥώμης τῆς παρομοιαζομένης διὰ τὴν διαφθορὰν τῶν κατοίκων της πρὸς τὴν Βαβυλῶνα». Καὶ ὡς «συνεκλεκτὴ» ἐννοεῖ τὴ Ῥώμη, ἐνῷ ὡς τέτοια ὁ Πέτρος ἐννοεῖ τὴν Ἰερουσαλήμ!

Ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴν πλαστὴ ἀντίληψι ὅτι ὁ Πέτρος ἔδρασε καὶ μαρτύρησε στὴ Ῥώμη, ἂς δοθῇ ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα: Πῶς βρέθηκε ὁ Πέτρος στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου;

Εἶναι γνωστὴ ἡ ἱστορία τῶν Πράξεων ὅτι ὁ Ἡρῲδης, χωρὶς αἰτία συνέλαβε τὸν ἀπόστολο Ἰάκωβο, ἀδερφὸ τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, καὶ τὸν ἀποκεφάλισε (12,2). Ὅταν δὲ εἶδε ὅτι ἡ ἐνέργειά του αὐτὴ ἄρεσε στοὺς Ἰουδαίους, ἔβαλε στὴν πρόθεσί του νὰ φονεύσῃ τὸν ἀπόστολο Πέτρο, τὸν ὁποῖο καὶ φυλάκισε, γιὰ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσῃ μετὰ τὸ πάσχα. Καὶ φυσικὰ στὴ συνέχεια νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸ ἴδιο φονικὸ ὄργανο καὶ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ἕναν-ἕναν, γιὰ νὰ ἀφήσῃ τὴν ἐκκλησία χωρὶς ἡγέτες. Δὲν πραγματοποιήθηκε ὅμως ὁ ἀποκεφαλισμὸς τοῦ Πέτρου. Μὲ παρέμβασι ἀγγέλου ὁ Πέτρος ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ ἔφυγε. Ποῦ; Οἱ Πράξεις σιωποῦν. Προφανῶς τὸ ἀποσιωπᾷ ὁ Λουκᾶς, γιὰ νὰ μὴν τὸ μάθῃ ὁ Ἡρῲδης καὶ τὸν ἀναζητήσῃ. Ἀπὸ τὰ ἱστορούμενα ὅμως γεγονότα βγαίνουν κάποια συμπεράσματα, τὰ ὁποῖα τεκμηριώνουν ὅτι ἔφυγε στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου. Ἡ Αἴγυπτος δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀποτέλεσε καταφύγιο μεγάλων ἀνδρῶν τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας. Αὐτὴ φιλοξένησε τὸν πουλημένο ἀπὸ τὰ ἀδέρφια του Ἰωσήφ, τὸ γιὸ τοῦ Ἰακώβ, τὸν μετέπειτα ἀντιβασιλέα τῆς Αἰγύπτου· αὐτὴ γέννησε καὶ ἀνέθρεψε τὸν Μωϋσῆ, τὸν ἐλευθερωτὴ τοῦ Ἰσραήλ· σ’ αὐτὴν κατέφυγε ὁ διετὴς Κύριος διωκόμενος ἀπὸ τὸν Ἡρῲδη Α΄ σφαγέα τῶν νηπίων· σ’ αὐτὴν κατέφυγε καὶ ὁ Πέτρος μὲ ὅλο τὸ κλιμάκιο τῆς ἐκ περιτομῆς ἀποστολῆς.

Αὐτὸ τὸ δηλώνει ὁ ἴδιος στὸ τέλος τῆς Α΄ Ἐπιστολῆς, ὅπου γράφει: «Ἀσπάζεται ὑμᾶς ἡ ἐν Βαβυλῶνι συνεκλεκτὴ καὶ Μάρκος ὁ υἱός μου» (5,13), ἐννοώντας ὡς «συνεκλεκτή, ὅπως εἴπαμε, τὴν ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων. Ποιά ἦταν αὐτὴ ἡ Βαβυλών; Ἡ μεγάλη δὲν ὑπῆρχε τότε. Οὔτε βέβαια ἦταν ἡ Ῥώμη, ὅπως εἰσηγεῖται ὁ αἱρετικὸς συγγραφεὺς τοῦ ἀποκρύφου βιβλίου. Ἀλλ’ οὔτε καὶ ὁ Πέτρος στὴν Ἐπιστολή του ἀλληγορεῖ, γιὰ νὰ ἐννοήσῃ ἄλλη πόλι ἀντὶ ἄλλης. Ὁ Πέτρος ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ λέει, ὅτι δηλαδὴ γράφει ἀπὸ τὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου, τὸ σημερινὸ Κάϊρο.

Ἡ ἀλήθεια αὐτὴ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ στίχο 5,12 τῆς Ἐπιστολῆς. Τί λέει ἐκεῖ ὁ Πέτρος; Λέει: «Διὰ Σιλουανοῦ ὑμῖν τοῦ πιστοῦ ἀδελφοῦ, ὡς λογίζομαι, δι’ ὀλίγων ἔγραψα». Μὲ εἰλικρίνεια ὁ Πέτρος ἀναφέρει ὅτι τὰ ἑλληνικά του ἦταν λίγα καὶ χρειαζόταν βοήθεια ἀπὸ κάποιον μὲ καλύτερη γνῶσι τῆς γλώσσης. Καὶ αὐτόν τὸν ὀνομάζει. Εἶναι, λέει, ὁ Σιλουανός, ὁ γνωστὸς σ’ ἐμᾶς κυρίως ὡς  Σίλας. Ἀπὸ τὴ δήλωσι αὐτὴ τοῦ Πέτρου ἀρχίζει νὰ φαίνεται ὁ εὐεργετικὸς δάκτυλος τοῦ μεγάλου Παύλου. Διότι, ὡς γνωστόν, ὁ Σιλουανὸς ἦταν μαθητὴς καὶ πιστὸς ἀκόλουθος τοῦ Παύλου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς 4 πιστοὺς τοῦ Παύλου, τοῦ Λουκᾶ, τοῦ Τιμοθέου, καὶ τοῦ Τίτου. Καὶ εὔλογα γεννᾶται τὸ ἐρώτημα· Πῶς βρέθηκε ὁ Σιλουανὸς στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου κοντὰ στὸν Πέτρο καὶ στὴν περὶ αὐτὸν ὁμάδα ἀποστολῆς καὶ κηρύγματος; Τὸ πρᾶγμα μιλάει ἀπὸ μόνο του. Τὸν ἔστειλε ὁ Παῦλος. Γιατί; Γιὰ νὰ μεταφέρῃ στὸν Πέτρο τὴν ἐπιθυμία του νὰ γράψῃ Ἐπιστολὴ πρὸς καταπολέμησι τῶν αἱρετικῶν. Μιὰ Ἐπιστολή του, ὡς αὐτόπτου καὶ αὐτηκόου μαθητοῦ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, θὰ εἶχε ἀδιαμφισβήτητο κῦρος καὶ συνεπῶς ἄμεσα ἀποτελέσματα. Ὁ Παῦλος εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ συνέλαβε τὴν ἀνάγκη τοῦ γραπτοῦ λόγου. Ὁ ἴδιος δοκίμασε πολὺ νωρὶς (γύρω στὸ 50) τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς διδασκαλίας στοὺς Θεσσαλονικεῖς, πρὸς τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει τὴν Α΄ καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ τὴ Β΄ Ἐπιστολή του, καὶ εἶδε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Μετὰ τὶς Πρὸς Θεσσαλονικεῖς, ποὺ εἶναι τὰ ἀρχαιότερα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἔγραψε τὶς ἄλλες  Ἐπιστολὲς πρὸς τοὺς Κορινθίους, Γαλάτας, Ἐφεσίους, Κολοσσαεῖς, Φιλιππησίους, Φιλήμονα, Τιμόθεον, Τίτον, κλπ. Μερικὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἔγραψε μέσα ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς Ῥώμης. Γράφοντας, λοιπόν, τὴν πρώτη πρὸς Θεσσαλονικεῖς, διαπίστωσε τὰ καλὰ ἀποτελέσματα.

Ἐξ ἄλλου ὁ Παῦλος βλέποντας μὲ τὸν καιρὸ οἱ αὐτόπτες καὶ αὐτήκοοι μάρτυρες τοῦ Χριστοῦ νὰ φεύγουν ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ καὶ νὰ ἀραιώνουν, σκέφθηκε ὅτι ἡ ἐκκλησία σὲ λίγα χρόνια θὰ μείνῃ χωρὶς αὐθεντικὸ λόγο, ὁπότε οἱ αἱρέσεις θὰ ὀργιάσουν. Μετέδωκε, λοιπόν, τὴν ἰδέα τῆς συντάξεως καὶ ἀποστολῆς Ἐπιστολῶν, εἴτε ὡς ἱστορία (Εὐαγγέλια-Πράξεις), εἴτε ὡς διδασκαλία (Ἐπιστολὲς) καὶ σὲ ἄλλους. Πρῶτα στὸν ἰατρὸ Λουκᾶ, ποὺ ἦταν πάντα δίπλα του, ἔπειτα καὶ στοὺς ἄλλους. Ζωηρὴ ἐπιθυμία του ἦταν νὰ τὴ μεταδώσῃ καὶ στοὺς Πέτρο καὶ Ἰωάννη καὶ στοὺς ἄλλους συνεργάτες τους, ἀλλὰ πῶς; Αὐτοί, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω, βρίσκονταν στὴ Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου. Ἡ ὑπόθεσι ἐξ ἄλλου μέρα μὲ τὴν ἡμέρα ἔπαιρνε τὴν ἔννοια τοῦ ἐπείγοντος.

Πῶς ὁ Παῦλος ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς Ῥώμης νὰ τοὺς συναντήσῃ; Ἔστειλε λοιπὸν τὸν ἔμπειρο σὲ τέτοιες ὑποθέσεις καὶ σεβάσμιο Σιλουανό, ποὺ παλιὰ στὰ Ἰεροσόλυμα ἦταν συνεργάτης καὶ τοῦ Πέτρου, καὶ ἐκεῖνος πρόθυμα πῆγε στὴν Βαβυλῶνα τῆς Αἰγύπτου. Μετέφερε σ’ αὐτοὺς τὴν ἰδέα καὶ ἀγωνία τοῦ Παύλου, ξύπνησε τὸ ἐνδιαφέρον τους, καὶ ἐκεῖνοι ἀμέσως συνέταξαν Ἐπιστολές, ὁ Πέτρος τὴν πρώτη καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο τὴ δεύτερη, ὁ Ἰούδας τὴ δική του σύντομη ἀλλὰ δυνατὴ  Ἐπιστολή, τὶς ὁποῖες ἔστειλαν στὶς ἁπανταχοῦ ἐκκλησίες, καὶ μάλιστα τῆς Μ. Ἀσίας, γι’ αὐτὸ καὶ ὠνομάστηκαν καθολικές. Καὶ ὁ Μάρκος συνέταξε καὶ ἔστειλε τὸ Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα καὶ ὁ Ἰωάννης, ποὺ βρέθηκε στὴν Πάτμο, ἔγραψε ἀπὸ ἐκεῖ μὲ θεῖο ὅραμα τὴν Ἀποκάλυψι, καὶ τὴν ἔστειλε ὡς «βόμβα» κατὰ τῶν αἱρετικῶν στὶς ἐκκλησίες «Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ἀσίας καὶ Βιθυνίας».  Ἀργότερα, γύρω στὸ 70 μ.Χ., ἔγραψε πρὸς αὐτὲς καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς τρεῖς συστατικὲς Ἐπιστολές.  Ἂς σημειωθῇ, ὅτι ἡ Μ. Ἀσία τότε πνιγόταν μέσα στὶς αἱρέσεις τοῦ γνωστικισμοῦ καὶ τοῦ ἀκάθαρτου νικολαϊτισμοῦ. Οἱ αἱρετικοὶ αὐτοί, ὅσο οἱ αὐτόπτες σιωποῦσαν, ὠργίαζαν. Ἦταν δὲ καὶ θρασεῖς καὶ συκοφάντες.  Ἔγραφε βεβαίως ὁ Παῦλος Ἐπιστολές, ἀλλ’ αὐτοὶ τὸν συκοφαντοῦσαν ὅτι δὲν ἦταν αὐτόπτης ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὴν ἔννοια τῆς αὐτοψίας ποὺ ἐννοοῦσαν  αὐτοί. Ἦταν δυσμάχητοι. Γι’ αὐτὸ ὁ μελλοθάνατος Παῦλος συλλαμβάνει τὴν ἰδέα νὰ κινήσῃ τοὺς αὐτόπτες Πέτρο, Ἰωάννη, Ἰούδα, Μάρκο καὶ λοιπούς, στὴν ἀποστολὴ γραπτοῦ κηρύγματος. Ἐκεῖνοι, ὅπως λέχθη, βρῆκαν τὴν ἰδέα τοῦ Παύλου ὡς ἀναγκαία καὶ ἐπείγουσα κὶ ἔτσι μὲ τὶς Ἐπιστολές τους ἐνισχύθηκε ὁ ἀγώνας τοῦ Παύλου, ἀλλὰ καὶ οἱ αἱρετικοὶ μερικῶς ἀναχαιτίστηκαν. Ὡς ἐσχάτη δὲ καὶ μεγάλη εὐλογία αὐτὸ τὸ γραπτὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων ἔμεινε στὴν ἐκκλησία, σχηματίστηκε ὁ κανὼν τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ φυλάχτηκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ.

Ἔτσι βρέθηκε ὁ Πέτρος στὴν Αἴγυπτο. Ὅλα τὰ ἄλλα στηρίζονται στὸ μῦθο ἑνὸς Ἰουδαίου αἱρετικοῦ ἀποκρυφογράφου.

Ἐμεῖς, ὡς Χριστιανοὶ τοῦ 21ου αἰῶνος, εὑρισκόμενοι μπροστὰ σὲ μία ἐποχὴ ἠλεκτρονική, μπορῶ νὰ πῶ ἐποχὴ τῆς πλαστογραφίας καὶ τῆς παραχαράξεως, ἀλλὰ καὶ σὲ μία ἀνυποχώρητη καὶ ἀδίστακτη παπικὴ προπαγάνδρα, ὀφείλουμε νὰ μελετοῦμε τὸ θεῖο λόγο καὶ νὰ ξερριζώνουμε ἕνα ἕνα τὰ ψευδοεπιχειρήματά τους.

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *