Ο Χριστός μας απάλλαξε από το φόβο του θανάτου (π.Αθ. Σιαμάκης)

Eyaggelismos25 Μαρτίου, Ευαγγελισμός Εβ 2,11-18

Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου είναι γιορτή που μας φέρνει την ευχάριστη είδηση ότι ο Γιος του Θεού πρόκειται να σαρκωθεί για να σώσει το γένος των ανθρώπων. Η αποστολική περικοπή αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτή την υπόθεση, όπως την προβάλλει ο απόστολος Παύλος. Ας τη μελετήσουμε, με το ανάλογο ενδιαφέρον.

Ανάμεσα στον Ιησού Χριστό και στους ανθρώπους, παρ’ όλη την αστρονομική διαφορά που υπάρχει, αφού αυτός ως άγιος εκ φύσεως αγιάζει τους ανθρώπους, ενώ οι άνθρωποι ως εκ φύσεως αμαρτωλοί αγιάζονται απ’ αυτόν, υπάρχει μια στενή σχέση: ότι τόσο αυτός, όσο και εμείς έχουμε τον ίδιο Πατέρα. Το Θεό. Είμαστε παιδιά του. Αλλ’ ο Χριστός είναι φυσικός και ομοούσιος Γιος του, ενώ εμείς είμαστε δημιουργήματα και κατά χάριν παιδιά του. Γι’ αυτό και ο Ιησούς, παρ΄όλη τη θεότητά του, δεν ντρέπεται να ονομάζει τους ανθρώπους αδελφούς του και παιδιά του, λέγοντας:

«Πατέρα, θα κάνω γνωστό το όνομά σου στους αδελφούς μου ανθρώπους, που δεν σε ξέρουν, και θα σε εγκωμιάσω μέσα στη συνάθροισή τους. Και πάλι· Σαν άνθρωπος και εγώ θα στηρίξω, όπως όλοι, τη σιγουριά μου πάνω στο Θεό και πατέρα μου. Και πάλι· Να εγώ και τα παιδιά που μου έδωσε ο Θεός (12-13).»

Επειδή, λοιπόν, τα παιδιά του Θεού, οι άνθρωποι, είναι καμωμένοι όλοι από σάρκα και αίμα, από τα φθαρτά και θνητά αυτά υλικά, γι’ αυτό και ο Ιησούς Χριστός συμμετέσχε περίπου στα ίδια υλικά ως προς την ανθρώπινη κατασκευή του, τη σάρκα και το αίμα, για να καταργήσει με το θάνατό του αυτόν που έχει στα χέρια του τη δύναμη του θανάτου, δηλαδή το διάβολο, ώστε με το δικό του θάνατο ν’ απαλλάξει από το φόβο του θανάτου αυτούς που σ’ όλη τους τη ζωή αισθάνονταν ένοχοι και έτρεμαν σαν δούλοι μήπως πεθάνουν (14-15).

Η δύναμη και το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία. Σαν σε παρένθεση λέγεται εδώ ότι επειδή ο διάβολος υποκαίει τους ανθρώπους για να διαπράττουν την αμαρτία και με την αμαρτία τους ωθεί στον αιώνιο θάνατο, γι’ αυτό λέγεται εδώ ότι έχει στα χέρια του τη δύναμη του θανάτου. Έτσι ο άνθρωπος που φοβάται το θάνατο βρίσκεται σε μια εναγώνια αναμονή και υπομένει τα πάντα, αρκεί να τον αποφύγει.

Ο Χριστός βλέποντας την αγωνία του ανθρώπου, πήρε στα χέρια του το θάνατο και τον απάλλαξε από τη φρικαλεότητα που ενέπνεε στους ανθρώπους. Τον απάλλαξε με το δικό του θάνατο, με τον οποίο χάρισε ζωή αιώνια στους ανθρώπους. Έτσι, μ’ αυτό που ο διάβολος καταπτοούσε τους ανθρώπους, μ’ αυτό καταπτοήθηκε και κατανικήθηκε τώρα ο ίδιος. Ο θάνατος τώρα πια δεν είναι φοβερός, δεν έχει κεντρί και δηλητήριο. Διότι οι Χριστιανοί πεθαίνουν με τη βεβαιότητα της αναστάσεώς τους. Με το θάνατό του και την ανάστασή του ο Χριστός άνοιξε το δρόμο της αναστάσεως και στους ανθρώπους. Εδώ φαίνεται η υπεροχή του Χριστού έναντι του διαβόλου. Τώρα, όχι μόνο δεν φοβούνται το θάνατο οι πιστοί, αλλά και αλαλάζουν θριαμβευτικά: «Πού σου, θάνατε, το κέντρον;»

Και συνεχίζει ο απόστολος: «Χωρίς αμφιβολία, ο Χριστός βοηθάει να σωθούν όχι βέβαια οι άγγελοι, αλλά οι άνθρωποι που είναι οι πνευματικοί απόγονοι του Αβραάμ. Όφειλε, λοιπόν, προκειμένου να βοηθήσει τους ανθρώπους να σωθούν, να γίνει όμοιος σε όλα με τους αδελφούς του, για να γίνει φιλάνθρωπος και αξιόπιστος αρχιερεύς, ώστε να προσφέρει αυτά που πρέπει να προσφέρει στο Θεό για την εξιλέωση και τη σωτηρία τους. Διότι, αφού αυτός έπαθε και υπέμεινε τον πειρασμό αυτό πάνω στο σταυρό, μπορεί τώρα πια και αυτός, που γνώρισε ως άνθρωπος τι είναι θλίψη και τι πειρασμός, ν’ απλώσει χέρι και να βοηθήσει τους ανθρώπους που βρίσκονται σε πειρασμό (17-18).»

Ο Χριστός βοηθάει να σωθούν όχι οι άγγελοι, διότι τότε δεν θα χρειαζόταν να λάβει σάρκα, αφού και οι άγγελοι είναι άσαρκοι. Ας σημειωθεί εδώ ότι ως αγγέλους ο Απόστολος εννοεί τους πεπτωκότας αγγέλους, τους δαίμονας, και όχι τους αγγέλους του Θεού, που είναι ήδη σεσωσμένοι. Ως παιδιά δε του Αβραάμ δεν εννοεί τον Ισραήλ, αλλά τον κατά πνεύμα Ισραήλ, δηλαδή τους Χριστιανούς, την εκκλησία. Την εξήγηση τη δίνει ο ίδιος στην προς Ρωμαίους Επιστολή του (9,6-8).

Πάνω στα λόγια του αποστόλου Παύλου ότι ο Χριστός απάλλαξε τον άνθρωπο από την αγωνία του θανάτου με τη βεβαιότητα της αναστάσεως, είναι εύκαιρο να πούμε ότι ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος μέμφεται τους Χριστιανούς της εποχής του που συχνά θρηνούσαν απαρηγόρητα για το θάνατο αγαπητών τους προσώπων, παρά τις διαβεβαιώσεις του Κυρίου και του Παύλου. Παραθέτω λίγα από τα πολλά που λέει:

«Όταν δω, λέει, τους κοπετούς στην αγορά και τις θρηνώδεις κραυγές που βγάζουν για τους συγγενείς τους που φεύγουν από τη ζωή, τα κλάματα και όλες τις άλλες ασχημοσύνες, πιστέψτε με, ντρέπομαι που τους βλέπουν οι ειδωλολάτρες και οι Ιουδαίοι και οι αιρετικοί και γενικά όλοι εκείνοι που μας κοροϊδεύουν γι’ αυτά.  Όσα κι αν πω εγώ για την ανάσταση, τσάμπα θα τα πω, διότι οι ειδωλολάτρες δεν προσέχουν αυτά που λέω εγώ, αλλ’ αυτά που γίνονται από σας… Πιστέψτε με, αν τα πράγματα στη εκκλησία ήταν όπως έπρεπε, θα έπρεπε πολύ χρόνο αυτοί να εμποδίζονται από το κατώφλι της εκκλησίας. Αυτοί που πράγματι είναι άξιοι πένθους είναι όσοι φοβούνται ακόμη το θάνατο και φρίττουν και αμφιβάλλουν για την ανάσταση.

Πες μου, τι θέλουν στις κηδείες οι αναμμένες λαμπάδες; Δεν προπέμπουμε τους κεκοιμημένους σαν αθλητάς; Τι θέλουν οι ψαλμωδίες; Δεν δοξάζουμε κι ευχαριστούμε μ’ αυτές το Θεό διότι στεφάνωσε τον απελθόντα, διότι τον απάλλαξε από τους κόπους;»

Αθανάσιος Γ. Σιαμάκης, αρχιμανδρίτης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *