24 Δεκεμβρίου, Παραμονὴ Χριστουγέννων, ἑσπερινὸς-λειτουργία, Λκ 2,13-23 (1-7)
Ἡ ἀπογραφὴ τοῦ Ἰησοῦ1
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, καλλιεργημένος στὰ γράμματα ὡς ἐπιστήμων ἰατρός, στὴν ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου του αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ δώσῃ ἀκριβεῖς πληροφορίες γιὰ τὸ χρονικὸ πλαίσιο2 τῆς κατὰ σάρκα γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος δὲν εἶναι γνωστὸ ἂν γνώρισε προσωπικῶς τὸ Χριστό. Πάντως, ἂν τὸν γνώρισε, θὰ ἦταν τότε μικρὸς στὴν ἡλικία. Κατὰ τὴ συγγραφὴ τοῦ Εὐαγγελίου του εἶχε ὑπ᾿ ὄψι του τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ποὺ γράφτηκε νωρίτερα καὶ κατὰ βάσιν τὸ ἀκολουθοῦσε, ἀλλ᾿ ἔδωσε στὸ δικό του3 καὶ ἄλλες πολύτιμες καὶ μοναδικὲς πληροφορίες, ποὺ προέκυψαν ἀπὸ ἐμπεριστατωμένη ἔρευνά του καὶ συλλογὴ στοιχείων ἀπὸ αὐτόπτες καὶ αὐτηκόους μάρτυρες, ὅπως εἶναι λ.χ. οἱ μαθηταὶ τοῦ Χριστοῦ, ἡ μητέρα του4 καὶ ἄλλοι.
Γιὰ τὴ γέννησι τοῦ Ἰησοῦ ὁ Λουκᾶς, προκειμένου νὰ διαμορφώσῃ τὸ χρονικὸ πλαίσιο, δίνει τὸ ὄνομα τοῦ Ῥωμαίου αὐτοκράτορος τῆς περιόδου ἐκείνης, τὴ διαταγή του γιὰ τὴν ἀπογραφή, τὸ ὄνομα τοῦ ἡγεμόνος τῆς Συρίας, τὴ συμμόρφωσι τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Μαρίας στὴ διαταγή, τὸ ταξίδι τους στὴ Βηθλεέμ, τὴ γέννησι τοῦ γιοῦ της σὲ σταῦλο (φάτνη), τὴν ἀναγγελία τοῦ ἀγγέλου στοὺς ποιμένες, τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων καὶ τὴν προσκύνησι τῶν ποιμένων. Ἂς δοῦμε:
Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες, λέει (ποὺ ἡ Ἐλισάβετ ἐγκυμονοῦσε τὸν Ἰωάννη), συνέβη νὰ ἐξαπολυθῇ διαταγὴ ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ῥώμης Αὔγουστο, γιὰ ν᾿ ἀπογραφῇ ὅλη ἡ οἰκουμένη. Ἡ ἀπογραφὴ αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη ποὺ ἔγινε ἀπὸ τότε ποὺ ἀνέλαβε ἡγεμόνας τῆς Συρίας ὁ Κυρήνιος. Καὶ πήγαιναν πράγματι ν᾿ ἀπογραφοῦν, ὁ καθένας στὴ δική του πόλι. Ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ, λοιπὸν, ἀνέβηκε καὶ ὁ Ἰωσὴφ στὴν Ἰουδαία, καὶ συγκεκριμένως στὴν πόλι τοῦ Δαυΐδ, ποὺ λέγεται Βηθλεέμ, ἐπειδὴ αὐτὸς καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος καὶ τὸ σόι τοῦ Δαυΐδ, γιὰ ν᾿ ἀπογραφῇ μαζὶ μὲ τὴ Μαριάμ, τὴν ἀρραβωνιασμένη μαζί του, ποὺ ἦταν ἔγγυος (1-5).
Αὔγουστος (= σεβαστὸς) εἶναι προσωνυμία ποὺ ἔλαβε τιμητικῶς ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Ῥώμης Ὀκταβιανὸς ἢ Ὀκτάβιος⁵ (44π.Χ-14μ.Χ.) τὸ 27 π.Χ. ἀπὸ τὴ ῥωμαϊκὴ σύγκλητο καὶ ἀπὸ τότε λέγονταν ἔτσι καὶ ὅλοι οἱ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν Ῥωμαῖοι καὶ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες. Ἡ διαταγή του («δόγμα») ἴσχυσε γιὰ ὅλη τὴν «οἰκουμένη» καὶ φυσικὰ καὶ γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης, ποὺ ἀνῆκαν τότε καὶ οἱ δυὸ χῶρες στὴν ἴδια ἡγεμονία τῆς ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας μὲ ἡγεμόνα τὸν Κυρήνιο. Ἡ ἀπόφασι τοῦ Αὐγούστου γιὰ ἀπογραφὴ ὅλων τῶν ὑπηκόων τῆς αὐτοκρατορίας, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, εἶχε κυρίως φορολογικὴ σκοπιμότητα. Ὁ Καῖσαρ ἤθελε νὰ γνωρίζῃ σὲ τί ποσὸν θὰ κυμανθοῦν οἱ φορολογικὲς εἰσπράξεις τοῦ κράτους,,διότι κατὰ τὴν ἀπογραφὴ καταγράφονταν, ὅπως σήμερα, ὅλα τὰ περιουσιακὰ στοιχεῖα (ὄνομα, ἐργασία, ἡλικία, μέλη οἰκογενείας, κατοικία, ἄλλη περιουσία) τοῦ κάθε ἀπογραφομένου καὶ ἀνάλογα μ᾿ αὐτὰ καθωρίζονταν ὁ φόρος.
Ὁ Κυρήνιος, φιλικὸ καὶ ἔμπιστο πρόσωπο τοῦ Καίσαρος, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ κατὰ τόπους διωρισμένοι ἡγεμόνες τῆς ἀπέραντης αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία κατὰ σχῆμα ὑπερβολῆς λέγεται ἐδῶ οἰκουμένη, ἦταν ἡγεμὼν τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης.
Πρέπει νὰ σχολιαστῇ ὅτι ὁ καιρὸς τῆς ἐξαπολύσεως τῆς διαταγῆς τοῦ Καίσαρος, τὸ ὄνομα τοῦ Κυρηνίου ἡγεμόνος τῆς περιοχῆς, καθὼς καί ἡ εἴδησι ὅτι ἦταν ἡ πρώτη ἀπογραφὴ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του, συνιστοῦν ἱκανὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν προσδιορισμὸ τοῦ χρονικοῦ πλαισίου τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Δὲν γεννήθηκε δηλαδὴ, σὲ ἀκαθόριστο οὔτε σὲ ἄγνωστο χρόνο, ἀλλὰ σὲ συγκεκριμένο καὶ γνωστό, γιὰ νὰ μὴν μπορῇ ν᾿ ἀμφισβητήσῃ κανένας τὴν ἱστορικότητά του.
Ἡ ἀπογραφὴ ἐκπέμπει καὶ ἕνα ἄλλο χρήσιμο καὶ ἐποικοδομητικὸ μήνυμα. Ποιό; ὅτι δὲν ἦταν τυχαῖο τὸ ὅτι ὁ Αὔγουστος ἀποφάσισε νὰ διενεργήσῃ τὴν ἀπογραφή. Εἶναι εὐνόητο ὅτι τὸν ὤθησε ὁ Θεός, γιὰ νὰ συνδράμῃ καὶ αὐτὸς ἀπὸ τὴν πλευρά του, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιλαμβάνεται, στὴν ἔλευσι τοῦ Υἱοῦ του στὸν κόσμο, ἀφοῦ ἡ ἀπογραφὴ γίνεται αἰτία ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Παρθένος νὰ βρεθοῦν στὴ Βηθλεέμ, ὅπου, κατὰ τὶς προφητεῖες, ἀναμένονταν νὰ γεννηθῇ ὁ Μεσσίας6. Καὶ συνεχίζει τὸ ἀνάγνωσμα:
Ὅταν λοιπὸν ἡ Μαριὰμ ἦταν ἐκεῖ, στὴ Βηθλεέμ, συμπληρώθηκαν οἱ ἡμέρες τῆς ἐγκυμοσύνης της καὶ γέννησε τὸ γιό της τὸν πρωτότοκο καὶ τὸν τύλιξε μὲ τὰ σπάργανα καὶ τὸν ξάπλωσε στὴ φάτνη ἀντὶ γιὰ κρεβάτι, διότι δὲν βρέθηκε γι᾿ αὐτοὺς χῶρος στὸ κατάλυμα τοῦ πανδοχείου (6-7).
Ἡ Μαριὰμ σὲ τόσο προχωρημένη ἐγκυμοσύνη δὲν ἀποφεύγει τὸ κοπιῶδες ταξίδι, ποὺ ἦταν τὸ λιγώτερο μιὰ σίγουρη ταλαιπωρία. Εἶχε ἐμπιστευθῆ τὴν ὑπόθεσι στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νὰ τὴν προστατεύσῃ ἀπὸ τυχὸν ἔκτακτη ἀνάγκη της. Ἡ πίστι, ἡ ἁγνότητα, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ σεμνότητα, ἡ νοητικὴ εὐφυΐα, ἡ προνοητικότητα, ἡ σύνεσι, ἡ ὑπομονή καὶ ἡ καρτερία ἦταν ἀναμφισβήτητα προσόντα της, ποὺ τὰ εἶχε σὲ ἰδιαίτερα ὑψηλὸ βαθμό. Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ χαρίσματα μαρτυροῦνται γι᾿ αὐτὴν στὰ Εὐαγγέλια.
Τὸ γιό της τὸν τύλιξε στὰ σπάργανά του καὶ τὸν ξάπλωσε στὸ παχνὶ τοῦ σταύλου, στὸ ξύλινο βαθούλωμα, ὅπου ὁ νοικοκύρης ῥίχνει τροφὴ γιὰ νὰ φάῃ τὸ ζῷο. Τέτοια παχνιὰ (=φάτνες), οἱ σταῦλοι εἶχαν συνήθως πολλά. Ἐννοεῖται ὅτι στὸ συγκεκριμένο παχνὶ ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ὑπῆρχε δεμένο ζῷο. Τὸ παχνὶ ἦταν ἐλεύθερο καὶ ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου τὸ χρησιμοποίησε σὰν κρεβάτι γιὰ τὸ γιό της. Γιατί μέσα στὸ παχνί; Προφανῶς, ἐπειδὴ συνέρρευσαν πολλοὶ ἑτεροδημότες γιὰ τὴν ἀπογραφή, τὸ πανδοχεῖο ὅπου θὰ μποροῦσαν νὰ διανυκτερεύσουν ἦταν γεμᾶτο. Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Παρθένος ἀναγκάστηκαν νὰ βγάλουν τὴ νύχτα σὲ σταῦλο.
Κι ἀφοῦ ἡ γέννησι τοῦ Ἰησοῦ ἔπεσε μέσα στὸ χρόνο ποὺ διεξάγονταν ἡ ἀπογραφὴ, μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσήφ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, ἀπογράφτηκε καὶ ἡ Μαριάμ καὶ σίγουρα καὶ ὁ Ἰησοῦς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καταγράφτηκε καὶ στοὺς φορολογικοὺς καταλόγους, γενόμενος φρολογούμενος ἀπὸ τὴ γέννα του. Κι ὅταν ἐνηλικιώθηκε πλήρωνε φόρους, ὅπως ξέρουμε ἀπὸ τὸ περιστατικὸ ποὺ περιγράφεται στὸ Μθ 17,24-27.
Μπορεῖ νὰ σχηματίσῃ κανεὶς εἰκόνα τῆς ταπεινοφροσύνης τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν σκεφθῇ ὅτι γεννήθηκε σὲ σταῦλο καὶ μπῆκε ἀμέσως καὶ στὶς λίστες τῶν ὑποτελῶν στοὺς Ῥωμαίους κατακτητάς. Ποιός; Ὁ Γιὸς τοῦ Βασιλέως τῶν πάντων!
Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ πρέπει νὰ κάνουμε σχετικὰ μὲ τὸ χαρακτηρισμὸ «πρωτότοκον», στὴ φράσι «καὶ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον», διότι πολλοί, παλιοὶ καὶ σύγχρονοι, ὄχι πάντα μὲ καλὴ πρόθεσι, ἀπὸ τὴ λέξι αὐτὴ συμπεραίνουν ὅτι ἡ μητέρα τοῦ Κυρίου, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν γέννησε κι ἄλλα παιδιά. Τὸ συμπέρασμά τους ὅμως εἶναι λάθος καὶ ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν ξέρουν πῶς ἐννοεῖ τὴ λέξι αὐτὴ ἡ Βίβλος. Σύμφωνα μ᾿ αὐτὴν, ἡ λέξι πρωτότοκος, ὅπως γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Ἐξόδου (13,11-16) καὶ τῶν Ἀριθμῶν (3,40-41· 18,15-16), ἔχει τὴν ἑξῆς ἔννοια7 :
Α. Ἂν τὸ πρῶτο παιδὶ ἦταν κορίτσι, οὔτε αὐτὸ λεγόταν πρωτότοκο, οὔτε ἡ μητέρα του ἀποκτοῦσε ποτὲ πρωτότοκο, ἔστω κι ἂν γεννοῦσε στὴ συνέχεια πολλὰ ἀρσενικὰ ἢ θηλυκὰ παιδιά.
Β. Ἂν τὸ πρῶτο ἀρσενικὸ πέθαινε πρὶν συμπληρώσῃ 40 μέρες, οὔτε αὐτὸ λεγόταν πρωτότοκο, οὔτε ἡ μητέρα του θεωροῦνταν ὅτι ἀπόκτησε ποτὲ πρωτότοκο.
Γ. Ἡ γυναίκα ἱερέως ἢ λευΐτου δὲν ἀποκτοῦσε ποτὲ πρωτότοκο, διότι ὅλα τ᾿ ἀρσενικά της ἦταν πρωτότοκα μὲ εἰδικὴ ἔννοια.
Δ. Πρωτότοκος υἱὸς λεγόταν τὸ πρῶτο ἀρσενικὸ παιδὶ ἄλλης φυλῆς, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, ἂν εἶχε συμπληρώσει 40 μέρες ζωῆς, εἴτε εἶχε ἄλλα ἀδέρφια εἴτε ὄχι.
Αὐτῆς τῆς τελευταίας περιπτώσεως τὸ πρωτότοκο ἀρσενικὸ θεωροῦνταν ἀφιερωμένο στὸ Θεὸ καὶ παραδίδονταν στὸ ἱερατεῖο ὡς δοῦλος. Τὸ ἱερατεῖο, τὴν ἴδια ὥρα, τὸ πωλοῦσε καὶ εἰσέπραττε ἀντίτιμο. Ἀγορασταὶ βέβαια ἦταν οἱ ἴδιοι οἱ γονεῖς του. Τὰ λύτρα ἦταν ἕνα πρόβατο, ἤ, ἂν οἱ γονεῖς ἦταν φτωχοί, ἕνα ζευγάρι τριγόνων ἢ περιστεριῶν. Τέτοια ἐντολὴ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸ Μωϋσῆ γιὰ ἰσχύσῃ στὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ, ἐπειδὴ εἶχε θανατώσει τὰ πρωτότοκα τῶν Αἰγυπτίων.
Πρέπει νὰ λεχθῇ ὅτι ὄχι μόνο τὰ πρωτότοκα ἀγόρια, ἀλλὰ καὶ τὰ πρωτότοκα ζῷα τῆς ἴδιας περιπτώσεως, ἦταν ἰδιοκτησία τοῦ ἱερατείου καὶ ἢ σφάζονταν ἢ ἐξαγοράζονταν μὲ χρῆμα ἢ μὲ εἶδος.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὡς «ἄρρεν διανοῖγον μήτραν μητρὸς αὐτοῦ» (Ἐξ 13,15· Λκ 2,23-24) παραδόθηκε, ὅπως ξέρουμε, τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα στὸ ναό κι ἀμέσως ἐξαγοράστηκε μ᾿ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀργότερα ὀνομάζει ἀλληγορικῶς ὅλους τοὺς Χριστιανοὺς «ἐκκλησίαν πρωτοτόκων ἀπογεγραμμένων ἐν οὐρανοῖς» (Ἑβ 12,23), ποὺ ἐξαγοράστηκαν μὲ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμώμου ἀμνοῦ.
Πλανῶνται λοιπὸν, ὅσοι νομίζουν8 ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶχε ἀδέρφια, ἐπειδὴ ὀνομάζεται πρωτότοκος γιὸς τῆς μητέρας του.
1. Ἐπειδὴ τὸ ἀνάγνωσμα εἶναι σχετικὰ μεγάλο, ἡ διαπραγμάτευσί του γίνεται σὲ τρία μέρη (στ. 1-7· 8-14· 15-23). Ἐδῶ τοῦ πρώτου μέρους.
2. Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὀξὺς μελετητὴς τῶν Γραφῶν, σὲ ὁμιλία του ποὺ ἐκφώνησε τὴν ἡμέρα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ γενεθλίου τοῦ Ἰησοῦ, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ χρόνο τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ καὶ προχωρώντας στὸν εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου, καταβάλλει μιὰ φιλότιμη προσπάθεια μὲ ἀλλεπάλληλους χρονικοὺς συνδυασμούς καὶ ὑπολογισμοὺς νὰ ἐντοπίσῃ ποιό μῆνα γεννήθηκε ὁ Χριστός, καὶ καταλήγει ὅτι γεννήθηκε τὸ Δεκέμβριο, ἄσχετα ἂν εὐστόχησε ἢ ἀστόχησε. Ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι ὁ ἑορτασμὸς τῆς γενεθλίου ἡμέρας τοῦ Χριστοῦ, τῶν Χριστουγέννων, ὅπως εἶναι γνωστὴ σήμερα ποὺ εἶχε καθιερωθῆ νωρὶς στὴ δύσι νὰ τιμᾶται στὶς 25 Δεκεμβρίου, ἦταν μόλις 10 χρόνια περίπου ποὺ εἶχε εἰσαχθῆ ἀπὸ ἐκεῖ καὶ στὴν ἀνατολή· Βλ. ὁμ. «Εἰς τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Κυρίου ἡμῶν», PG 49,351-362.
3. Τὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο εἶναι γραμμένο στὸ ὑψηλότερο γλωσσικὸ ἐπίπεδο τῆς Καινής Διαθήκης. Σ᾿ αὐτὸ φαίνεται ἡ καθαρώτερη δημώδης ἑλληνιστικὴ γλῶσσα, σὲ σύγκρισι μὲ ὁποιαδήποτε πηγὴ τῆς χριστιανικῆς καὶ ἐξωχριστιανικῆς γραμματείας. Τὸ ὕφος τοῦ Κατὰ Λουκᾶν μπορεῖ νὰ χαρακτηριστῇ ὡς γλυκό, σαφές, ἁπαλό, χαριτωμένο. Ἡ διάθεσις τοῦ συγγραφέως ὡς οἰκτίρμων· Σιαμάκης Κ., Μαθήματα εἰσαγωγῆς εἰς τὴν Κ.Δ., σελ. 106.
4. Ὁ Λουκᾶς τὶς πληροφορίες του γιὰ τὴ γέννησι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Παρθένου, καὶ τὴ γέννησι τοῦ Χριστοῦ (Λκ 1-3) εἶναι σαφὲς ὅτι τὶς ἄντλησε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου.
5. Διαδέχτηκε τὸ θετὸ πατέρα του Ἰούλιο Καίσαρα. Nίκησε τοὺς ἐχθρούς του στοὺς Φιλίππους καὶ ἀναγορεύτηκε αὐτοκράτορας. Ἡ μεγάλη αὐτοκρατορία του ζοῦσε τότε τὴν περίφημη ῥωμαϊκὴ εἰρήνη (pax romana), ποὺ ἦταν δικό του ἐπίτευγμα. Ὁ ἴδιος ἀναδιωργάνωσε τὴ διοίκησι τοῦ κράτους καὶ προστάτευσε τὶς τέχνες καὶ τὰ γράμματα. Στὰ χρόνια του εὐδόκησε ὁ Θεὸς νὰ γεννηθῇ ὁ υἱός του.
6. Ἰωάννης Xρυσ., ἐνθ᾿ ἀνωτέρω (σημ. 2).
7. Βλ. Σιαμάκη Κ., Μελέτες 5, 421-2.
8. Αὐτὸ συνηθίζουν νὰ τὸ λένε οἱ ὀρθολογισταί, οἱ προτεστάντες ὅλοι καὶ οἱ αὐτοονομαζόμενοι μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά, ποὺ εἶναι κατὰ τῆς παρθενίας τῆς Θεοτόκου.