Τὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι οἱ προτεστάντες, ἐνῷ ξεκίνησαν ὡς ἄνθρωποι τῆς Βίβλου, τελικὰ στράφηκαν ἐναντίον τῆς Βίβλου ὅσο κανεὶς ἄλλος στὸν κόσμο! Πολεμοῦν τὴ Βίβλο ἐκ τῶν ἔνδον ὡς βιβλικοὶ γενίτσαροι, ὄχι οἱ τῆς περιφέρειας, ἀλλὰ οἱ τοῦ κέντρου, τὰ στελέχη τους, οἱ μεγαλοπάστωρές τους, οἱ καὶ καθηγηταὶ τῶν θεολογικῶν σχολῶν τους! Αὐτοὶ λένε γιὰ τὴ Βίβλο τὰ πιὸ φαντασιώδη, φρικώδη καὶ μυθομανῆ ψέματα. Τὴ μισοῦν, τὴ διαβάλλουν, τὴν πολεμοῦν, πιὸ πολὺ ἀπ᾿ ὅ,τι οἱ Ἑβραῖοι τὸ Χριστό. Μέχρις ἐξαφανίσεώς της! Μιλοῦν γιὰ διαστρωματώσεις, λὲς καὶ ἡ Βίβλος εἶναι γαιολογικὸ ἀντικείμενο, τὴν μεταχρονολογοῦν, τὴν παρουσιάζουν δηλαδὴ νεώτερη ἀπὸ 50 μέχρι 500 χρόνια, ἀναστατώνουν τὸ περιεχόμενό της, τὴν παρερμηνεύουν, τὴν περιπαίζουν, τὴν ἀπορρίπτουν.
Δυστυχῶς σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἄκρους προτεστάντες «καθηγητὰς» ἀρέσκονται ἀπὸ τὸ 1960 περίπου νὰ σπουδάζουν οἱ βιβλικῆς κατευθύνσεως τῶν θεολογικῶν σχολῶν Θεσσαλονίκης καὶ Ἀθηνῶν, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τὸν Σάββα Ἀγουρίδη καὶ τὴν ὁμάδα του. Προτιμοῦν μάλιστα στοὺς καθηγητὰς τῆς περίφημης σχολῆς τῆς ἀρνητικῆς θεολογίας ἢ τοῦ θανάτου τοῦ Θεοῦ τῆς Τυβίγγης (Χάρνακ, Μποῦλτμαν, Κέζεμαν, κ.ἄ.), γυρίζοντας τὸ κανάλι τοῦ προτεσταντικοῦ ἑρμηνευτικοῦ βορβόρου ἀπὸ τὴ Γερμανία στὶς αἴθουσες τῶν Ἑλλήνων φοιτητῶν τῶν θεολογικῶν σχολῶν. Ὄχι λίγοι ἀπ᾿ αὐτοὺς εἶναι σήμερα κληρικοί, ἀκόμη καὶ ἐπίσκοποι καὶ καθηγηταὶ τῆς ἀνωτάτης ἢ μέσης ἐκπαιδεύσεως, οἱ ὁποῖοι ἐνσπείρουν ἀσυνείδητα ἢ ἐνσυνείδητα στοὺς μαθητὰς καὶ στὰ ἐκκλησιάσματά τους τοὺς πικροὺς καρποὺς τῆς ὀρθολογιστικῆς «ἑρμηνείας» ἐκείνων. Οἱ ἀπ᾿ αὐτοὺς «μπροστάρηδες» λόγῳ πανεπιστημιακῶν τίτλων εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ «ἐκπονοῦν» καὶ τὶς «μεταφράσεις» τῆς Καινῆς καὶ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στρατολογούμενοι καὶ μισθοδοτούμενοι ἀπὸ τὸ ἐμπορικὸ προτεσταντικὸ κέντρο τῆς ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας, καὶ συνεργαζόμενοι μὲ τὸ ἐκδοτικὸ τμῆμα τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας.
Οἱ κακοδοξίες τοῦ προτεσταντισμοῦ ἔχουν σχέσι ἄκρας καὶ ἀπόλυτης ἀντιθέσεως πρὸς τὶς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, διότι σ᾿ αὐτὸν ἀντιτάχθηκε ὁ προτεσταντισμὸς καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν προῆλθε. Ἀπὸ τὴ μία δέσμη κακοδοξιῶν ἔπεσαν στὴν ἄλλη δέσμη κακοδοξιῶν. Ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο ἄκρο, ὁ ἕνας πάσσαλος ἐκκρούει τὸν ἄλλο. Εἶναι μάταιο ν᾿ ἀσχοληθῇ ὁ ὀρθόδοξος μὲ τὶς ἑκατέρωθεν κακοδοξίες, ποὺ ὄζουν. Ὁ ὀρθόδοξος εἶναι φρόνιμο ν᾿ ἀπέχῃ καὶ ἀπὸ τοὺς μὲν καὶ ἀπὸ τοὺς δέ, νὰ μὴ συζητάῃ μαζί τους, νὰ μὴ διαβάζῃ τὰ βιβλία τους, συμμορφούμενος πρὸς τὴν ὑπόδειξι τοῦ ἀποστόλου Παύλου «παραιτοῦ» (= ἄφησέ τους καὶ φῦγε).
Οἱ κακοδοξίες τῶν προτεσταντῶν ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ στὴν πρᾶξι. Μία ἀπὸ τὶς χειρότερες κακοδοξίες τῶν προτεσταντῶν εἶναι καὶ ἡ «ἱερὰ παράδοσί» τους, τὴν ὁποία ὑποστηρίζουν ὕπουλα καὶ φακιρικὰ μὲ πολὺ φανατισμό. Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἐπιδεικτικὰ ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι ἐναντίον τῆς κάθε ἐξωβιβλικῆς «ἱερᾶς παραδόσεως» καὶ συνεχῶς τιτιβίζουν «ἡ Βίβλος» καὶ «ἡ Βίβλος», στὴν πραγματικότητα εἶναι φανατικοὶ ὑπέρμαχοι τῆς δικῆς των «ἱερᾶς παραδόσεως», τὴν ὁποία ἔχουν πιὸ πάνω καὶ ἀπὸ τὴ Βίβλο. Παραδείγματα:
1. Δὲν δέχονται καμμία ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι ἀπὸ τὸ 70 μέχρι τὸ 1517, στὸ διάστημα δηλαδὴ ποὺ αὐτοὶ δὲν ὑπῆρχαν. Ἡ ὑπόθεσι τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀρχίζει ἀπ᾿ αὐτούς, ἀπὸ τὸ Λούθηρο τὸ 16ο αἰῶνα.
2. Ὑποστηρίζουν μὲ ἰσλαμικὸ φανατισμὸ τὴν «ἱερὰ παράδοσί» τους, τὴν γύρω ἀπὸ Λούθηρο καὶ τοὺς ἄλλους καλογήρους ἱδρυτὰς τοῦ προτεσταντικοῦ κινήματος, μιὰ «παράδοσι» ἑβραιοταλμουδικὴ σχετικὰ μὲ τὸν Κανόνα, ποὺ περιέχει καὶ πολλὰ κατάλοιπα – σκουπίδια τοῦ παπισμοῦ. Ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸν ποὺ θ᾿ ἀμφισβητήσῃ αὐτὴν τὴν «ἱερὰ παράδοσί» τους, γίνονται θηρία.
3. Κάθε κομμάτι τοῦ προτεσταντισμοῦ περιέχει καὶ πρόσθετη δική του «παράδοσι», τὴν ὁποία ὑποστηρίζει ἔναντι τῶν ἄλλων κομματιῶν μὲ τὸν ἴδιο φανατισμό. Διότι, ὅπως ἐλέχθη, ὁ κάθε πάστωρας εἶναι καὶ μία αὐθεντία στὸ «κόμμα» του, ἕνας χαλίφης, ἕνας παπίσκος.
4. Κανενὸς προτεσταντικοῦ κομματιοῦ ἡ «ἱερὰ παράδοσι» δὲν περιέχει τίποτε ἀπὸ τὴν ἀρχαία καὶ ὄντως ἀποστολικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι, ὅπως εἶναι λ.χ. οἱ γύρω ἀπὸ τὸν βιβλικὸ Κανόνα πανάρχαιες πληροφορίες τοῦ Μελίτωνος Σάρδεων (160), τοῦ Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας (θάνατος 373) (οὐσιαστικὰ τῆς Α΄ οἰκουμενικῆς συνόδου), τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου (θάνατος 407), σχετικὰ μὲ τὴν ποιότητα ἑνὸς βιβλικοῦ κειμένου.
5. Ὁ ἄκαμπτος φανατισμὸς ὡδήγησε ὅλους συλλήβδην τοὺς προτεστάντες στὸ κατάντημα νὰ περιφρονοῦν τὴ Βίβλο χωρὶς ντροπή. Λ.χ. καταπατοῦν ἀνερυθρίαστα τὸ λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὅτι ἡ γυναίκα δὲν ἔχει ἐκκλησιαστικὸ λόγο καὶ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία (Α΄ Κο 14,34-36· Α΄ Τι 2,12-14) καὶ χειροτονοῦν ἀβέρτα γυναῖκες, ποιμένες καὶ διδασκάλισσες, ἀκόμη καὶ ἐπισκόπους. Σιγὰ – σιγὰ αὐτὲς οἱ «καρδερῖνες» θὰ βγάλουν καὶ κανένα δέκρετο. Λ.χ. «Ἂν καὶ εἶμαι γυναίκα, ὡς θηλυκὴ πάπα καὶ βικάρια τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς διδάσκω καὶ διατάζω ὅλους τοὺς ἄντρες νὰ σιωποῦν στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ ὑποτάσσωνται στὶς γυναῖκες, γιατί θὰ τοὺς πάρῃ ὁ διάολος»! Ὅταν μάλιστα ἡ παπᾶς (κατ᾿ ἀντιστοιχία ὁ ἄντρας της ὁ παπαδιᾶς) εἶναι σαραντάρα (διότι ἔχουν κάλυψι νὰ μὴ χειροτονοῦν πρὸ ἐτῶν τεσσαράκοντα) καὶ ἔχῃ καὶ τοὺς χυμούς της, διότι, ὅπως λέει τὸ κοσμικὸ τραγούδι «μιὰ σαραντάρα κάνει γιὰ δυὸ εἰκοσάρες», τότε ἀναπτύσσει πιὸ πειστικὰ τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ κηρύγματός της, καθὼς τὸ ἐκκλησίασμα, καὶ ἰδίως τὸ ἀντρικό, τὴν προσέχει πιὸ πολύ.
6. Πολλὰ προτεσταντικὰ κομμάτια ἔχουν μιὰ «ἱερὰ παράδοσι» νὰ μὴν ἔχουν δόγματα. Πρόκειται γιὰ μιὰ «παράδοσι» ὀλισθηρή, ποὺ ἀμφισβητεῖ ὅλες τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς Βίβλου καὶ στὴ θέσι τους θεσπίζει μιὰ κοσμικὴ καὶ βρόμικη κουλτούρα, ποὺ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο καὶ περιέχει πολλὰ νικολαϊτικὰ καὶ κιναιδικὰ καμώματα. Παίρνουν λ.χ. μέρος σὲ καλοκαιριάτικα συνέδρια νεολαίας τοῦ ἁμαρτωλοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν, νεαροί, νεαρές, ἀλλοδαπές, μὲ ξηλωμένα σόρτς, μὲ ἐξώπλατα, ἐξώστηθα, ἐξωμφάλια μπλουζάκια, καὶ μὲ «σπασμένα» ἑλληνικὰ ῥωτοῦν τάχα μὲ παιδικὴ ἀφέλεια τοὺς περαστικούς: «Ἀδελφέ! ἀγαπᾷς τὸν Ἰησοῦ;», γιὰ νὰ πάρουν τὴν ἀπάντησι: «Ναί, ἀγαπῶ τὸν Ἰησοῦ». Πολὺ «κατάλληλες» εἶναι γιὰ μιὰ τέτοια ἀποστολή. Ἡ ἐμφάνισί τους μόνο τὸ μαρτυρεῖ!
Ὁ προτεσταντισμὸς σήμερα σ᾿ ὅλες τὶς μορφές του εἶναι γελοιοποίησι τῆς Χριστιανικῆς πίστεως καὶ τῆς Βίβλου. Ὁπωσδήποτε εἶναι καὶ νικολαϊτισμός. Οἱ αἱρέσεις ὅλες ἔχουν μέσα τους λιγώτερο ἢ περισσότερο, κρυφότερο ἢ φανερώτερο, νικολαϊτισμό. Εἶναι δὲ τὸ νικολαϊτιστικὸ στοιχεῖο τους τὸ κίνητρό τους. Τοὺς εἶναι δύσκολη ἡ χριστιανικὴ καὶ βιβλικὴ ἁγνότης καὶ ἠθική.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης