Τὰ «Ἐγκώμια τῆς Παναγίας» (π.Ἀθ. Σιαμάκης)

ΕΓΚΩΜΙΑ_ΠΑΝΑΓΙΑΣΜετὰ τὶς ἄκαιρες ἐνθουσιαστικὲς καὶ ψευτοκατανυκτικὲς τελέσεις καὶ πάλι φέτος τῶν «Ἐγκωμίων τῆς Παναγίας» κατὰ τὸν ἑσπερινὸ τῆς 15ης Αὐγούστου, καιρὸς νὰ δοῦμε μὲ πνεῦμα νηφαλιότητος τί εἶναι αὐτὰ τὰ λεγόμενα «Ἐγκώμια τῆς Παναγίας».

Μὲ τὸν τίτλο αὐτὸν τιτλοφορεῖται μία νεωτεριστική, ξενόφερτη, ἐμβόλιμη «ἀκολουθία» ποὺ εἰσήλασε στοὺς ὀρθοδόξους ναοὺς τῆς Ἑλλάδος, ὅπως ἡ φωτιὰ στὸ δάσος, κυρίως τὰ τελευταῖα 20 χρόνια, καὶ τελεῖται συνήθως στὸν ἑσπερινὸ ἢ στὸν ὄρθρο τῆς 15ης Αὐγούστου, γιὰ μεγαλύτερη τάχα ἀπόδοσι τιμῆς στὴν κοίμησι τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου, ἐνῷ πρόκειται γιὰ ἕναν κακόγουστο ἀνταγωνιστικὸ μιμητισμὸ εἰς βάρος τοῦ Υἱοῦ της, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, μιμητισμὸ εὐσεβοφανῆ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα ἀσεβῆ, ὁ ὁποῖος ἐπέσυρε τὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἀπαγόρευσι τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας.

Ποῦ καὶ πότε πρωτοεμφανίστηκε ἡ νόθος αὐτὴ «ἀκολουθία»; Γιὰ πρώτη φορὰ ἐμφανίστηκε στὰ Ἰεροσόλυμα ἀπὸ τοὺς φονικοὺς σταυροφόρους, σταλμένους ἀπὸ τὸν πάπα, τάχα ν᾿ἀπαλλάξουν τὴν πόλι ἀπὸ τοὺς μουσουλμάνους, πράγματι δὲ γιὰ νὰ ὑποτάξουν τὴν ὀρθόδοξη ἀνατολὴ στὴν ἐξουσία του. Οἱ σταυροφορεμένοι φονιάδες, φανατικοὶ λεγεωνάριοί του, κατὰ τὶς ὀχτὼ ἐκστρατεῖες τους στὴν Παλαιστίνη τὸ μεσαίωνα, 11ο μὲ 13ο αἰῶνα, προέβησαν στὴν κατάλυσι τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας τὸ 1204, μὲ ἁρπαγὲς τιμαλφῶν ἀπὸ ναοὺς τῆς ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, χειρογράφων, εἰκόνων, ψηφιδωτῶν, γλυπτῶν μαρμάρων καὶ ξύλων, τέμπλων, ἀμβώνων, θρόνων, χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν σκευῶν, εὐαγγελίων καὶ ἄλλων πολλῶν, τὰ ὁποῖα, ἐπιστρέφοντας στὴ Δύσι, πούλησαν σὲ ἀρχαιοκαπήλους καὶ σὲ μουσεῖα. Σὲ 3 ἡμέρες ἔκαναν τὴν Κωνσταντινούπολι ἀγνώριστη.

Ὅσοι δὲν ἐπέστρεψαν, ἀλλὰ παρέμειναν γιὰ δύο καὶ περισσότερους αἰῶνες στὴν Παλαιστίνη καὶ στὰ νησιὰ τῆς Μεσογείου (Δωδεκάνησα, Κυκλάδες, Ἑπτάνησα), μετέδωσαν πολλοὺς αἱρετικοὺς ἰούς (τὴν Οὐνία, τὴ χειρότερη ἀπατηλότερη καὶ ἀνεντιμότερη μορφὴ παπικοῦ προσηλυτισμοῦ, τὴ Μαριολατρία, τὴν ἄσπιλο σύλληψί της, τὴ σχετικὴ ἀναμαρτησία της (δηλαδὴ θεοποίησί της), τὴ μετάστασι, τὴν ὀνομασία συλλυτρώτρια, τὴ μεσιτεία πασῶν τῶν χαρίτων καὶ πολλὲς ἄλλες λοιμώδεις κακοδοξίες.

Μεταξὺ αὐτῶν εἶναι καὶ τὰ λεγόμενα «Ἐγκώμια τῆς Παναγίας». Αὐτὸ ἐνισχύεται, πρῶτον, ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ κακόδοξη αὐτὴ «ἀκολουθία» μαρτυρεῖται νὰ ἐπιχωριάζῃ στὴν Ἰερουσαλὴμ στὰ μετὰ τὶς σταυροφορίες χρόνια καὶ στὴ συνέχεια νὰ κατεβαίνῃ στὴ νησιωτικὴ καὶ χερσαία Ἑλλάδα, αἰφνιδιάζοντας τοὺς ὀρθοδόξους. Δεύτερον, ἀπὸ τὸ ὅτι τὸ περιεχόμενό τους κινεῖται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ὑπερβολικῆς καὶ ἀσυγκράτητης παπικῆς Μαριολατρίας, μὲ τὴν ὁποία ἐπιδιώκεται ἡ ὑποκατάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Στὴν ἱστορικὴ βιβλιοθήκη τῆς Δημητσάνας  ὁ ὑπ᾿ἀριθμὸν 15, ὅπως χαρακτηρίζεται, αὐτόγραφος κώδικας, χρονολογούμενος ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 16ου αἰῶνος (1541) καὶ ἀποδιδόμενος στὸν Παλαιῶν Πατρῶν Διονύσιο, βρέθηκε νὰ περιέχῃ στιχηρὰ προσόμοια στὴν Κοίμησι τῆς Θεοτόκου, μὲ ἀκροστιχίδα τὰ 24 γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου, τονισμένα κατὰ τὸ «Αἱ ἀγγελικαὶ προπορεύεσθε δυνάμεις», σὲ ἦχο πλ.Β΄, στιχουργημένα, ὅπως λέγεται, ἀπὸ τὸν ἴδιο. Ὁ Τάσος Γριτσόπουλος γράφει ὅτι στὸν κώδικα, ἀνάμεσα στὰ ἄλλα περιεχόμενα, «καταλέγονται ἴδια πνευματικὰ ἔμμετρα δημιουργήματα τοῦ Διονυσίου, γεγραμμένα εἰς τὴν παρὰ τὰς Πάτρας μονὴν Γηροκομείου, προσφερόμενα δ᾿εὐλαβῶς εἰς τὴν Θεοτόκον καὶ τὸν Σωτῆρα Χριστόν», ἐκ τῶν ὁποίων «ἦλθεν εἰς φῶς ἕν μόνον τμῆμα», ἐννοώντας αὐτὸ τῶν στιχηρῶν ἀποστίχων στὴν Κοίμησι τῆς Θεοτόκου, ποὺ προαναφέραμε[1]. Δὲν γίνεται λόγος γιὰ στιχούργησι τῶν «Ἐγκωμίων».

Ὰν ὁ κώδικας χρονολογῆται τὸ 1541 καὶ καταγράφεται ἀπὸ τὸν Πατρῶν Διονύσιο, σημαίνει ὅτι κυκλοφοροῦσε στὴ νησιωτικὴ Ἑλλάδα ἀκατάγραφος καὶ προφορικὸς καὶ ἕνα καὶ δύο αἰῶνες νωρίτερα, ὅπως συνέβη μὲ τὰ ὁμηρικὰ ἔπη καὶ μὲ ἄλλα μεγάλα παλαιὰ μεταβυζαντινὰ ἀκριτικὰ δημοτικὰ τραγούδια (Διγενὴς Ἀκρίτας κλπ)[2], ὁπότε φτάνουμε στὰ μετὰ τὶς σταυροφορίες χρόνια μὲ ἐπίκεντρο τὰ Ἰεροσόλυμα, ὅπως θὰ φανῇ ἄλλωστε καὶ πιὸ κάτω.

Κάποιοι μελετηταὶ τοῦ κώδικος σημειώνουν ὅτι ὁ  Παλαιῶν Πατρῶν Διονύσιος, ὄχι μόνο γνωρίζει τὴν ἀκολουθία τῶν «Ἐγκωμίων τῆς Παναγίας», ἀλλὰ καὶ ὁρίζει νὰ ψάλλωνται κατὰ τὸν τρόπο ποὺ ψάλλεται καὶ ἡ τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸν ὄρθρον τοῦ Μ. Σαββάτου, μετὰ τὴν θ΄ ᾠδὴ τοῦ κανόνος καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ ἐξαποστειλάριο[3].

Θὰ ἤθελα ἐδῶ νὰ σημειώσω ὅτι, ἄσχετα μὲ τὸ ἂν βρέθηκαν ἢ δὲν βρέθηκαν μαρτυρίες ἀρχαιότερες τοῦ 1541, πάντως ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Διονύσιος δὲν εἶναι ὁ ποιητὴς τῶν Ἐγκωμίων, διότι ὀρθόδοξος ἱεράρχης δὲν νοεῖται νὰ γράφῃ Ἐγκώμιο ἐπὶ παραγκωνίσει καὶ ὑποκαταστάσει τοῦ Χριστοῦ καὶ μαριολατρικῷ ὑπερτονισμῷ τῆς μητέρας Του καὶ μάλιστα χωρὶς βιβλικὰ στηρίγματα, καὶ ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ μὲ φαιδρὸ καὶ παιδαριώδη παπαγαλισμὸ τῶν Ἐγκωμίων τῆς Μ. Παρασκευῆς. Εἶναι βέβαιο ὅτι μόνο ἕνας παπικὸς ἢ οὐνίτης[4] , μὲ λίγα ἑλληνικά, θὰ μποροῦσε νὰ νοηθῇ ὡς ποιητὴς τῶν τέτοιων «Ἐγκωμίων». Ἐκτὸς ἂν ὁ Διονύσιος ἦταν βαριὰ ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὸ  περιρρέον μαριολατρικὸ κλῖμα τῶν κατακτητῶν, δεδομένου ὅτι ζῇ στὰ χρόνια αἰχμῆς τῆς παποκίνητης καὶ βάρβαρης θρησκευτικῆς καὶ γαιοκατακτητικῆς Βενετοκρατίας, γιὰ εὐνοήτους λόγους. Φρονῶ ὅτι τὸ «Ἐγκώμιο» προϋπῆρχε ἀπὸ τὰ εὐθὺς μετὰ τὴν κατάλυσι τοῦ Βυζαντίου ἀπὸ τοὺς ἀδίστακτους σταυροφόρους χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα κράτος καὶ ἐκκλησία στὴν ἀνατολὴ βρίσκονταν σὲ ἔσχατη ἀδυναμία ἢ μᾶλλον ἀνυπαρξία, γιὰ νὰ ἀντισταθῇ, ὅταν πολιτικὲς καὶ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τοῦ Βυζαντίου ζητοῦσαν τὴ βοήθεια τοῦ πάπα, δηλαδὴ τὸ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ λύκο, γιὰ τὴν ἀντιμετώπισι τῶν Τούρκων. Ὁ Διονύσιος ἁπλῶς ἔφερε στὸ φῶς τὴν  καταχωνιασμένη στὴ λησμοσύνη καὶ στὴν ἀφάνεια «ἀκολουθία». Κατὰ συνέπεια, ἐκδηλώσεις τὴν παραμονὴ τῆς 15ης Αὐγούστου σὲ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, καὶ στὴν Πάτρα, ἀπὸ παραληροῦντα πλήθη, εἶναι μετέωρες[5].

Ὅταν ἀργότερα ἡ Ἑλλάδα ἀνακτᾷ τὴν ἐλευθερία της καὶ ἀπὸ τοὺς Τούρκους (1821ἑ.), ἐμφανίζεται ἡ πρώτη ὑγιὴς ἐλεύθερη καὶ ἐπίσημη ἀντίδρασι τῆς ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ἐγκύκλιος 135/21.4.1865) «Περὶ ἀπαγορεύσεως τοῦ ἐπιταφίου ὕμνου εἰς τὴν ἑορτὴν τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου», πρὸς τοὺς κατὰ τὸ Κράτος σεβ. Ἱεράρχας», τὴν ὁποία ὑπογράφουν ὁ Ἀθηνῶν Θεόφιλος, πρόεδρος, ὁ Μεσσηνίας Προκόπιος, ὁ Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης Διονύσιος καὶ ὁ Νάξου Παρθένιος. Προσυπογράφει δὲ καὶ ὁ Γραμματεὺς Κύριλλος Χαιρωνίδης. Παρατίθεται τὸ κείμενο τῆς Ἐγκυκλίου καὶ σχολιασμός.

«Πρό τινων ὀλίγων ἐνιαυτῶν, ἐπληροφορήθη ἡ Σύνοδος ὅτι ἔν τισι τῶν Κυκλάδων Νήσων παρεισαχθεῖσα ἐψάλλετο κατὰ τὴν ἑορτὴν  τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῇ 15ῃ Αὐγούστου ἀκολοθουθία Ἐπιταφίου ὕμνου κατὰ μίμησιν τῆς κατὰ τὴν νύκτα τῆς ἁγίας καὶ Μεγάλης Παρασκευῆς ψαλλομένης· καὶ ἐπειδὴ ἡ τοιαύτη ἀκολουθία εἶναι ἀσυνήθης καὶ πάντῃ ξένη εἰς τὴν καθόλου ὀρθόδοξον Ἀνατολικὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν, μήτε ἐγκεκριμένη, μηδ᾿ἀνεγνωρισμένη πούποτε, ἡ Σύνοδος ἀπηγόρευσεν αὐτήν, παραγγείλασα τὰ δέοντα πρὸς τοὺς ἁρμοδίους Ἱεράρχας.

Ἐπειδὴ δ᾿ἐπ᾿ἐσχάτων ἐξεδόθη ὑπὸ τοῦ Σ. Ἐπισκόπου Καρυστίας εἰς φυλλάδιον τοιοῦτος Ἐπιτάφιος ὕμνος εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου καὶ ἐπειδὴ τοῦτο δύναται νὰ θεωρηθῇ παρά τινος ὅτι ἡ «Σύνοδος παραδέχεται καὶ ἐπιδοκιμάζει τὸ ὡς εἴρηται ξένον τοῦτο ἔθιμον, διὰ τοῦτο ἀπαγγέλλουσα τοῦτο πρὸς ὑμᾶς (τοὺς Ἱεράρχας τῆς ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας), ἐντέλλεται ὑμῖν, ἵνα μὴ ἐπιτρέψητε τὴν εἰσαγωγὴν  αὐτοῦ εἰς τὴν καθ᾿ὑμᾶς Ποιμαντορίαν, καὶ ἐάν που τυχὸν παρεισέφρησε, νὰ ἐμποδίσητε τὴν περαιτέρω χρῆσιν αὐτοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἐκανόνισεν ἀνέκαθεν τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ καὶ κατανυκτικώτατά εἰσι τὰ εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου ψαλλόμενα ᾄσματα , οὐδὲ ἀνάγκη ἑτέρων ὑπάρχει, καὶ κατὰ βούλησιν ἑκάστου πεποιημένων».

Πρὸ ὀλίγων ἐνιαυτῶν: Πρὸ πολλῶν ἐνιαυτῶν ὑπῆρχε, ἀλλὰ «πρὸ ὀλίγων» περιῆλθε στὴν ἀντίληψι τῆς Συνόδου καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐλεγχόμενη ἔκδοσι τοῦ μητροπολίτου Καρυστίας.

Κυκλάδων Νήσων: Στὴ συστάδα τῶν νήσων, τὴν ὁποία κατέστησαν φωλιὰ οἱ πονηρότατοι οὐνῖτες, τὰ παπικὰ κατάλοιπα τῶν κακίστων σταυροφόρων ποὺ ἀκμάζουν μέχρι σήμερα, ἔχοντας ἀναδείξει καὶ οὐνίτη ἐπίσκοπο.

παρεισαχθεῖσα (ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου): Ὄχι διὰ τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἀλλὰ διὰ τῆς παρεισάκτου, τῆς ὑπόπτου, τῆς πλαγίας ὁδοῦ, ποὺ κατὰ παγία τακτικὴ ἀκολουθοῦν οἱ αἱρετικοὶ ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν ἀποστόλων. Πιὸ κάτω τὸ παρεισέφρησε, ἔχει τὸ ἴδιο νόημα μὲ τὸ παρεισαχθεῖσα. Καὶ τὰ δύο ἐκφράζουν τὸ ἀνομολόγητο παράπονο τῆς Συνόδου ὅτι ἀγνοήθηκε, ἐπειδὴ τέθηκε ἡ «ἀκολουθία» δολίως  καὶ ὑπούλως σὲ κυκλοφορία, χωρὶς τὴν ἄδειά της.

κατὰ μίμησιν (ἐψάλλετο): Κατὰ τὴν παλαιὰ τέχνη τῶν συγγραφέων ἀποκρύφων κειμένων, οἱ ὁποῖοι μιμοῦνται ἢ «συμπληρώνουν» τὰ γνήσια, γιὰ νὰ ἐξάψουν τὴ φαντασία τῶν ἀναγνωστῶν καὶ προκαλέσουν μέσα τους σύγχυσι, ὥστε νὰ μὴν μποροῦν νὰ διακρίνουν τὸ γνήσιο ἀπὸ τὸ κάλπικο, τὸ ἀληθὲς ἀπὸ τὸ ψευδεπίγραφο, τὸ ὀρθόδοξο ἀπὸ τὸ κακόδοξο.

ἀσυνήθης: Ἄσχετη καὶ ἀνόμοια μὲ τὶς ἐν χρήσει ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ἀκολουθίες.

πάντῃ ξένη: Ἀλλοίου πνεύματος ἀπὸ ἐκεῖνο τῶν ὕμνων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀποφεύγεται ἡ λέξι αἱρετικὴ ἢ παπική, γιὰ εὐνοήτους λόγους.

μήτε ἐγκεκριμένη: Δὲν ἀποτολμήθηκε νὰ ζητήσουν ἔγκρισι τῆς Συνόδου οἱ λαθραῖοι διαπορθμεῖς της. Ἄρα, κατὰ τὸ πνεῦμα τοῦ συνοδικοῦ ἐγγράφου, ἀπαράδεκτη ἡ «ἀκολουθία», ἀπορρίψιμη, ὀβελιστέα.

μηδὲ ἀνεγνωρισμένη: Στὸ διάστημα τοῦ μακροῦ παρελθόντος, κατὰ τὸ ὁποῖο κυκλοφοροῦσε, φανερὰ ἢ κρυφά, οὐδέποτε ἀναγνωρίστηκε ὡς κείμενο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, οὔτε προφορικῶς οὔτε γραπτῶς.

ἁρμοδίους: Ἁρμόδιοι γιὰ τὴν κυκλοφορία ἢ μή ἑνὸς ὑμνολογικοῦ κειμένου, εἶναι οἱ ἱεράρχες στὶς ἐπαρχίες τους.

Καρυστίας:  Προφανῶς ὁ Καρυστίας νὰ τελοῦσε σὲ ἄγνοια τῆς αἱρετικῆς προελεύσεως τῆς «ἀκολουθίας» ἢ ἡ ἐλλιπὴς γραμματομάθειά του δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ὑποπτευθῇ τὸ αἱρετικὸ πνεῦμα της». Πάντως τὸ συνοδικὸ ἔγγραφο δὲν φείδεται νὰ ἐλέγξῃ καὶ ἱεράρχη γιὰ τὴν ἄκαιρη ἐνέργειά του νὰ ἐκδώσῃ φυλλάδα τῶν «Ἐγκωμίων».

θεωρηθῇ:  Ἡ Σύνοδος διακρίνεται γιὰ εὐαισθησία. Δὲν ἐπιπλήττει τὸν Καρυστίας γραπτῶς καὶ δημοσίως, ἀλλὰ καὶ δὲν ἐπιτρέπει νὰ πλανᾶται ἡ ὑποψία ὅτι ἐγκρίνει ἢ ἀνέχεται  τὴν «ἀκολουθία» του. Εἶναι ῥηξικέλευθος ἡ Σύνοδος γιὰ τὸ ἀνορθόδοξο περιεχόμενο τοῦ  κειμένου τῆς «ἀκολουθίας».

ἔθιμον: Πολὺ πετυχημένος ὅρος. Ἡ Σύνοδος κρίνει τὴν τέλεσι τῆς «ἀκολουθίας» κοσμική, ἐξωεκκλησιαστική, πανηγυρτζίδικη, λαϊκίστικη, χρυσοθηρική. Ἐννοεῖ ὅτι κάθε τί ποὺ ἀρέσει στὸ λαὸ δὲν σημαίνει ὅτι πρέπει νὰ τὸ υἱοθετῇ ἡ ἐκκλησία καὶ νὰ τὸ ἀναγάγῃ σὲ ἀκολουθία της. Καὶ πολὺ φρόνιμα! Διότι τότε, λέω ἐγώ, θὰ πρέπει νὰ δεχθῇ καὶ τὶς καρναβαλικὲς ἀκολουθίες, ἐπειδὴ ἀρέσουν πολὺ στὸ λαό.

μὴ ἐπιτρέψητε:  Ῥητὴ ἡ ἐντολὴ τῆς Συνόδου πρὸς τοὺς Ἱεράρχες, χωρὶς περιθώριο ἢ ἀνοχὴ παρερμηνείας.

ἐμποδίσητε: Οἱ Ἱεράρχες ἐξουσιοδοτοῦνται νὰ χρησιμοποιήσουν ἐμπόδια σὲ τυχὸν ἐπιμονὴ κάποιου ἱερέως.

κατὰ βούλησιν: Ἡ Σύνοδος ἐννοεῖ ὅτι καὶ αὐτὴ ἡ «ἀκολουθία», ὅπως καὶ ἄλλες, συντέθηκε χωρὶς τὴ συλλογικὴ καὶ συνοδικὴ βούλησι καὶ ἔγκρισι· συντάχθηκε προφανῶς ἀπὸ κάποιον μὲ ἰδιωτικὴ καὶ αὐθαίρετη πρωτοβουλία.

Γιὰ τὰ «Ἐγκώμια» ὑπάρχει καὶ μιὰ παρόμοια πατριαρχικὴ Ἐγκύκλιος, κατὰ 15 χρόνια μεταγενέστερη τῆς προαναφερθείσης, «Περὶ τῶν ξένων τῷ Τυπικῷ διατάξεων καὶ τοῦ καλουμένου Ἐπιταφίου τῆς Θεοτόκου», γραμμένη «ἐν τοῖς πατριαρχείοις τῇ 11 Αὐγούστου 1880» καὶ ὑπογεγραμμένη ἀπὸ τὸν «Μέγαν Πρωτοσύγκελλον» τοῦ πατριαρχείου «Ἀθανάσιον», ἡ ὁποία λέει:

«Ὁσιώτατοι καὶ εὐλαβέστατοι ἱερεῖς καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ ἐν… Διὰ τοῦ παρόντος ἡμῶν ἐφιστᾶται ἡ προσοχὴ ὑμῶν εἰς τὴν ὅσον ἔνεστιν ἀκριβῆ καὶ κατὰ γράμμα τήρησιν  τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐν ταῖς ψαλλομέναις ὑφ᾿ὑμῶν ἱεραῖς τελεταῖς καὶ ἀκολουθίαις, ἀποφεύγοντες ἐκ παντὸς τρόπου τὸ ψάλλειν καὶ εἰσάγειν διατάξεις καὶ ἔθιμα ἐν ταῖς ἱεραῖς ἀκολουθίαις καὶ τελεταῖς μὴ περιεχόμενα ἐν τῷ τῆς Ἐκκλησίας Τυπικῷ καὶ ἀπαγορεύεται αὐστηρῶς τὸ ψάλλειν ἐπιτάφιον ἀκολουθίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὡς συνηθίζουσί τινες  τῶν ἱερέων νὰ πράττωσιν.  Ἐὰν δὲ γνωσθῇ ὅτι ἡ διάταξις τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μ. Ἐκκλησίας δὲν τηρεῖται, ἄλλαι δ᾿ἀντ᾿αὐτῆς συνήθειαι καὶ τελεταὶ εἰσάγονται καὶ ἐκτελοῦνται ἢ ὅτι ψάλλεται ἐπιτάφιος ἀκολουθία κατὰ τὴν ἑορτὴν τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, θέλετε θεωρηθῆ ἀπειθεῖς πρὸς τὰ ἐκκλησιαστικῶς ἐντελλόμενα καὶ ἑπομένως ὑπεύθυνοι ἀπέναντι τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας. Εἴητε δ᾿ἐν Κυρίῳ ὑγιαίνοντες».

Τὸ πατριαρχεῖο φαίνεται νὰ γνωρίζῃ τὴν ἐγκύκλιο τῆς Συνόδου τῆς ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (τῆς 21/4/1865) καὶ τὴν ἀκολουθεῖ, τόσο στὴν αὐστηρότητα, ὅσο καὶ στὸ πνεῦμα καὶ στὴν ὁρολογία. Ἡ ἔμφασι ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ ἔγγραφο δίδεται στὴν ἀκριβῆ τήρησι τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μ.Χ.Ε. καὶ στὴν αὐστηρὴ ἀπαγόρευσι νὰ ψάλλεται ἐπιτάφιος ἀκολουθία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Τὸ νὰ εἰσάγωνται τελετὲς καὶ ἀκολουθίες μὴ προβλεπόμενες ἀπὸ τὸ Τυπικὸ τῆς ἐκκλησίας, πρέπει ν᾿ἀποφεύγεται ἐπιμελῶς, διότι προκαλοῦν σύγχυσι καὶ ἐκτροπή. Τὸ πατριαρχεῖο εἶναι πεπεισμένο ὅτι ἡ νεοφανὴς αὐτὴ «ἀκολουθία» εἶναι ἀκατάλληλη ν᾿ἀκούγεται ἐπ᾿ἐκκλησίας, ἐπαπειλεῖ δὲ τιμωρία γιὰ τυχὸν μὴ συμμορφουμένους ἱερεῖς, ποὺ ἐξακολουθοῦν παρὰ ταῦτα νὰ τὴν τελοῦν. Ἡ ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τονίζεται, εἶναι καλὰ ὠργανωμένη στὶς ἀκολουθίες καὶ δὲν ἐπιτρέπεται σὲ κανέναν ν᾿αὐτοσχεδιάζῃ.

Στὸ προαναφερθὲν Τυπικὸν τῆς Μ.Χ.Ε., πάνω στὸ ὁποῖο στηρίζεται ἡ πατριαρχικὴ ἀπόφασι ποὺ ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Γεώργιο Βιολάκη (+1911) τὸ 1888 μὲ ἔγκρισι τοῦ ἐπιφανοῦς πατριάρχου Κωνσταντίνου Ε΄ Βαλιάδη (1897-1901) καὶ ἰσχύει μέχρι σήμερα στὰ πατριαρχεῖα Κωνσταντινουπόλεως καὶ Ἰεροσολύμων, στὶς ἐκκλησίες Ἑλλάδος καὶ Κύπρου καὶ στὶς μονὲς Σινὰ καὶ Ἄθω, ἀναγράφεται ὅτι εἶναι πρόφασι ὅτι τὰ «Ἐγκώμια τῆς Παναγίας» ψάλλονται γιὰ «πλείονα δόξαν καὶ τιμὴν τῆς Θεοτόκου». Πίσω ἀπὸ αὐτὰ κρύβεται μιὰ σκοπιμότητα καταπιεστική, τὴν ὁποία δὲν ὁμολογεῖ, ἀλλὰ κάθε νοήμων καταλαβαίνει ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πίεσι ποὺ ἀσκεῖ ὁ ὀγκόλιθος τοῦ παπισμοῦ, ποὺ εἶναι ὁ εἰσηγητὴς τῶν «Ἐγκωμίων», ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ τὸν καταγγείλῃ, γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστήσῃ τὴν παπόφιλη ὁμάδα τοῦ πατριαρχείου.

Σὲ τί ἀποβλέπει ἡ ἀνομολόγητη σκοπιμότητα τοῦ παπισμοῦ;  Ἀποβλέπει στὴν προβολὴ τῶν Ἐγκωμίων τῆς Παναγίας «κατὰ μίμησιν τῶν τοῦ Κυρίου ἡμῶν» ἐγκωμίων. Γιατί; Διότι ἔχει ἀναγάγει τὴν Παναγία σὲ θεότητα καὶ αὐτὴ τὴ δεινὴ κακοδοξία θέλει νὰ τὴν περάσῃ ὑποδορίως, σὰν μὲ ἔνεσι ἀναισθησιογόνο, στὸ σῶμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἐπιζητώντας τὴν ὑποκατάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Φεῦ! Νὰ ἐμφανίζουν τὴ μητέρα τοῦ Κυρίου κατὰ τοῦ Υἱοῦ της! Ἀνήκουστες παπικὲς πονηρίες! Καὶ συμπληρώνει τὸ Τυπικὸ τῆς Μ.Χ.Ε. «Ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία κατακρίνουσα πᾶν ὅ,τι καινοφανὲς καὶ κακόζηλον, ἔστω καὶ γινόμενον πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου, ἀποδοκιμάζει ταῦτα ἐπισήμως καὶ ἀπαγορεύει μάλιστα αὐστηρῶς».

Ἡ γνωμοδότησι τοῦ Τυπικοῦ τῆς Μ.Χ.Ε. ἔχει ἀναδημοσιευθῆ πρόσφατα στὸ Ἐπίσημο Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (2008), γιὰ τὴν ἀναχαίτισι τῆς ἀσυγκράτητης διαδόσεως τοῦ παπικοῦ αὐτοῦ δουρείου ἵππου στὶς μητροπόλεις καὶ ἐνορίες τῆς ἑλλαδικῆς ἐκκλησίας, ἀλλὰ φοβοῦμαι ὅτι ἀγνοεῖται ἀπὸ τὸ λαϊκισμὸ τῶν ὑπευθύνων, ποὺ πῆραν τὴν κατιοῦσα, κατασκευάζοντας, πέραν τῶν κουβουκλίων, καὶ εἰδώλια ποὺ τὰ περιφέρουν στὴν ἀγκαλιά τους σὰν «κοῦκλες» κατὰ τὶς περιφορές! Τρίβουν τὰ χέρια τους ἀπὸ χαρὰ, τόσο ὁ πάπας, ὅσο καὶ οἱ καρδινάλιοι καὶ οἱ οὐνῖτες, τὰ διοικητικὰ ὄργανα τοῦ παπισμοῦ, ἡ στρόφιγγα αὐτὴ τῆς δολιότητος, καθὼς βλέπουν τὶς κακοδοξίες τους νὰ ὑποστηρίζονται ἀπὸ τοὺς κατὰ τὰ ἄλλα «εὐσεβεῖς» καὶ «παραδοσιακοὺς» ὀρθοδόξους.

Ἔχω μπροστά μου τὴν ἔκδοσι: «Ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ μετὰ περιφορᾶς τοῦ ἐπιταφίου ἐπὶ τῇ Κοιμήσει τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου». «Ἐκδίδεται βελτιωμένη καὶ συμπληρωμένη ἐπὶ τῇ βάσει χειρογράφου τετραδίου τοῦ ἐφημερίου Νικ. Βασιλειάδου τοῦ ἔτους 1913, μερίμνῃ τοῦ ἐκ Σάμου ἀρχιμανδρίτου Εὐσεβίου Πιστολῆ, ἱεροκήρυκος, ἐν Σάμῳ 1993», σήμερα μητροπολίτου τῆς νήσου. Γράφει στὸν πρόλογο ὁ ἐκδότης: «Στολίζεται ὁ ἐπιτάφιος τῆς Παναγίας. Τὸ ἔθιμο αὐτὸ ἀποτελεῖ λατρευτικὴ ἰδιομορφία καὶ ἔχει μεταφερθῆ  στὸ νησί μας ἀπὸ τὸν 18ο αἰῶνα, ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ Πατριαρχείου  Ἰεροσολύμων[5]λόγῳ προέλευσης ἐκ Σάμου πολλῶν μελῶν τῆς Ἁγιοταφικῆς Ἀδελφότητος… Ἡ περιφορὰ τοῦ Ἐπιταφίου προϋποθέτει καὶ τὴ σύνταξη εἰδικῶν ποιητικῶν ἀντιφώνων σὲ τρεῖς Στάσεις ποὺ εἶναι παραλλαγὴ τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ἡ πρώτη ἔκδοσή τους ἔγινε τὸ 1836 στὴ Βενετία. Ἡ τρίτη γνωστὴ ἔκδοσή τους, στὰ Ἰεροσόλυμα τὸ 1885... Ψαλλομένου τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ὁ ἱερεὺς λαμβάνει ἐκ τῆς ἁγίας τραπέζης τὸν Ἐπιτάφιο τῆς Παναγίας καὶ ἐξέρχεται ἐκ τῆς μικρᾶς θύρας τοῦ ἱεροῦ, κατευθυνόμενος πρὸς τὸ κέντρο τοῦ ναοῦ, ὅπου εὑρίσκεται ὁ “Τάφος’’[6] τῆς Παναγίας, στολισμένος μὲ λουλούδια τῆς ἐποχῆς». Τὸ ἀπόγευμα τὰ κορίτσια στολίζουν «τὸν Ἐπιτάφιο, παλαιὸ ἁπλὸ ξύλινο κουβούκλιο, εἰδικὰ κατασκευασμένο, γιὰ νὰ στολίζεται μὲ λουλούδια ὁλόκληρο… Μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἐπιταφίου στὸ Ναὸ καὶ τὴν “ἀπόλυσι” τοῦ ἱερέως, ὅλοι τρέχουν νὰ πάρουν ὡς εὐλογία ἀπὸ τὸ χέρι του τὰ ἄνθη τοῦ Ἐπιταφίου», (σελ. 6-8).

Σχόλια

Κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ ἐκδότου, πρόκειται γιὰ ἔθιμο, γιὰ λατρευτικὴ ἰδιομορφία. Λοιπόν,τονίζεται πάλι. Κάθε ἐξωεκκλησιαστικό, κοσμικό, πανηγυρτζίδικο, λαϊκίστικο, χρυσοθηρικὸ ἔθιμο καὶ κάθε ἰδιομορφία, μπορεῖ νὰ γίνεται ἀκολουθία τῆς ἐκκλησίας; Καὶ τὸ καρναβάλι καὶ ἄλλα κατάλοιπα τοῦ εἰδωλολατρισμοῦ εἶναι ἔθιμα ἀρεστά, ὅπως εἴπαμε. Νὰ τὰ κάνουμε, λοιπὸν, κι αὐτὰ ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας;

Καὶ στὴν ἔκδοσι τοῦ Σάμου, τόπος προελεύσεως τῶν «Ἐγκωμίων» εἶναι  τὰ  Ἰεροσόλυμα, ἡ πόλι ποὺ κατέκτησαν πρώτη οἱ ἐπάρατοι σταυροφόροι.  Ἡ πρώτη ἔκδοσι κατ᾿αὐτὴν ἔγινε στὴ Βενετία, πόλι- ἀφετηρία τοῦ τραγελαφικοῦ πολεμικοῦ κινήματος τῶν ἐπαράτων σταυροφόρων, ὑποκινουμένων ἀπὸ τὸν πάπα Ῥώμης. Ἀλλὰ ἡ πρώτη ἔκδοσι τῶν «Ἐγκωμίων» ἔγινε στὴ Βενετία, ὄχι τὸ 1836, ὅπως γράφει ὁ Σάμου, ἀλλὰ 6 αἰῶνες νωρίτερα στὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τῆς ἐκεῖ παπικῆς θρησκευτικῆς προπαγάνδας, κατὰ τὶς πολλαπλὲς ἔνοπλες ἐπελάσεις τῆς ἐπαράτου σταυροφορίας. Τὸ 1836, ἔγινε μία ἀπὸ τὶς μετέπειτα ἐκδόσεις. Ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, ἡ φυλλάδα πέρασε καὶ στὴ Σάμο, τὴν πλησιόχωρη τῶν Ἰεροσολύμων, κατὰ τὴν ὁμολογία τοῦ κ.Εὐσεβίου, καὶ ὄχι μόνο. Ὁ καρκῖνος δὲν παραμένει σὲ ἕνα ὄργανο τοῦ σώματος. Μεταδίδεται παντοῦ. Προφανῶς τὸ ΙΘ΄ αἰῶνα γίνεται ἀναθέρμανσι τῆς διασπορᾶς τῶν «Ἐγκωμίων», ἡ ὁποία, ὅπως εἴπαμε, ἐνοχλεῖ τὴν ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ἐξαπολύει τὴν προαναφερθεῖσα ἐγκύκλιο τοῦ 1865 καὶ τὸ οἰκουμενικὸ πατριαρχεῖο ἐξαποστέλλει τὴν ἐγκύκλιο τοῦ 1880, τὸ δὲ Τυπικὸν τῆς Μ.Χ.Ε. τὸ 1888, δημοσιεύει τὴν ἀπαγόρευσι. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑγιῆ καὶ ὑπεύθυνα μέτρα φαίνεται νὰ καταστέλλουν γιὰ λίγο τὴν πυρκαγιά. Μετὰ ἑνάμισο αἰῶνα (2000-2018), στὶς μέρες μας, γίνεται νέα ἀνάφλεξι διαδόσεως τῶν «Ἐγκωμίων», ἀλλὰ φοβοῦμαι ὅτι αὐτὴ τὴ φορὰ, οἱ πυροσβέστες ἐξέλιπαν ἢ μᾶλλον ἔγιναν πυροδότες καὶ πᾶμε γιὰ γενικὴ ἀποτέφρωσι, ἂν ὁ Θεὸς δὲν βάλῃ ἐγκαίρως καὶ πάλι τὸ χέρι Του. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι καὶ ὁ Εὐσέβιος Σάμου στὴν ἔκδοσί του ὑπογραμμίζει ὅτι τὰ «Ἐγκώμια» «εἶναι παραλλαγὴ τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου τῆς Μ. Παρασκευῆς». Δὲν ἀντιλαμβάνεται ἆραγε ὁ ἐκδότης τὴν ἐπιχειρούμενη ἀπὸ τοὺς παπικοὺς προπαγανδιστὰς ἀνατίναξι τῆς ἀκολουθίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ καὶ ἐγκαθίδρυσι τῆς παπικῆς «Σώτειρας»; Ὦ Δέσποινα καὶ Μῆτερ τοῦ Λυτρωτοῦ, πόση εἶναι ἡ λύπη σου ποὺ οἱ μετερχόμενοι «τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου» (Ἐφ. 6,11) σὲ κατέστησαν βόλι κατὰ τοῦ Υἱοῦ σου, παραπλανώντας καὶ τοὺς ἐκλεκτούς!

Καὶ τελειώνω μὲ σύντομη ματιὰ στὸ κείμενο τῶν ἀντιφώνων τῶν «Ἐγκωμίων» ἀπὸ τὴν ἔκδοσι τῆς Σάμου[7]. Ἡ ἔκδοσι ἐπιγράφεται «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΥΜΝΟΣ», ἐνῷ τῆς Μ. Παρασκευῆς «ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΘΡΗΝΟΣ». Διακρίνεται σὲ τρεῖς στάσεις, ὅπως τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ἡ πρώτη ἔχει 17 στίχους, ἡ δεύτερη 11 καὶ ἡ τρίτη 20, σύνολο 48. Ἡ πρώτη καὶ ἡ δεύτερη ψάλλονται σὲ ἦχο πλ Α΄, ἐνῷ ἡ τρίτη σὲ τρίτο ἦχο, ὅπως τῆς Μ. Παρασκευῆς. Κάθε στάσι τελειώνει μὲ Δόξα Πατρί, Καὶ νῦν καὶ ἐπανάληψι τοῦ πρώτου στίχου, μετὰ τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ συναπτὴ τοῦ ἱερέως, ὅπως τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ἡ θεματολογία τῶν στίχων ἀκατάστατη, χωρὶς συνοχὴ καὶ διοίκουσα νοηματικὴ γραμμή, ἐξ ὁλοκλήρου ἀντιφατική, καθὼς ἄλλοτε ἀναφέρεται στὴν κοίμησι-νέκρωσι-τάφο καὶ ἄλλοτε στὴ μετάστασι, ποὺ ἀναιρεῖ τὴν κοίμησι· ἄλλοτε θριαμβολεῖ καὶ ἄλλοτε θρηνῳδεῖ ἀπελπιστικά. Ἡ μετάστασι διὰ τοῦ θανάτου μεταβλήθηκε σὲ μετάστασι σωματική, λόγῳ ὀλιγοφρενείας καὶ χαμηλῆς λαϊκίστικης ἐμπνεύσεως καὶ πνοῆς («τελευταῖον (λέγεται) μεταστᾶσα ἀφ᾿ ἡμῶν»). «Μαριάμ σὺν τῷ υἱῷ αὐτῆς, βασιλεύει οὐρανοῦ τε καὶ τῆς γῆς». Ἡ κατὰ τοὺς παπικοὺς συλλυτρώτρια ἐδῶ ἐμφανίζεται συμβασιλεύουσα θεότης. Οἱ περισσότεροι στίχοι ἀποτείνονται στὴν ἴδια τὴ θανοῦσα, συχνὰ ὅμως στὸν Υἱόν της (συνονθύλευμα). Ἡ ψυχὴ τῆς Θεοτόκου θεία καὶ ἄμωμος. Τονισμὸς τοῦ παπικοῦ δόγματος τῆς ἀσπίλου γεννήσεως. «Ζώνην τὴν σεπτὴν ἐγχειρίζεις, Θεοτόκε, τῷ Θωμᾷ». Ἀποδοχὴ καὶ προβολὴ ἀποκρυφογραφημάτων. «Δοξάζω σε, Θεέ μου, πρὸς τὸν Υἱὸν ἡ μήτηρ, τὴν ἄκραν εὐσπλαχνίαν». Σολοικισμός. «Εἰρήνην ἐκκλησίᾳ, λαῷ σου σωτηρίαν, δώρησαι σῇ κοιμήσει». Ὑποκατάστασι τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Θεοποίησι τῆς μητέρας. Γενικὰ ὁ κάθε στίχος ξενίζει, λαϊκίζει, ὑπερβάλλει, ἀλλοιώνει. Ἀπαντῶνται χονδροειδεῖς μιμητικότητες, ὑπερβολές, ἐπαναλήψεις. «Ποίημα» χωρὶς θεολογικὴ σκέψι καὶ σοβαρότητα. Κείμενο ἀνεπίτρεπτο καὶ ἀπαράδεκτο, δογματικὸ καὶ ὑμνολογικὸ ἥττημα, γιὰ τὸ ὁποῖο πρέπει νὰ ντρεπόμαστε ποὺ ἀκούγεται στοὺς ὀρθόδοξους ναούς.

Προτείνεται, ἄμεσα καὶ χωρὶς ἄλλη παρέλκυσι, ἡ ἀπομάκρυνσι τῆς ὑμνολογικῆς καρικατούρας, παπικῆς ἐμπνεύσεως, ποὺ λέγεται «Ἐπιτάφιος θρῆνος καὶ Ἐγκώμια τῆς Παναγίας» ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους ναοὺς, κατὰ τὴ 15η Αὐγούστου, μὲ εὐρεῖα διάδοσι ἐκδοθησομένης συνοδικῆς ἀποφάσεως ἀπὸ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

 

  1. Βλ. ἄρθρο του στὴν ΘΗΕ 5,28-29. Καί Περιοδικὸ « Ἐκκλησία», ΛΘ΄ (1962), σ. 342-345. Ἄν ποτε περιέλθῃ ὁ κώδικας αὐτὸς στὰ χέρια μας, θὰ ἔχουμε νεώτερες εἰδήσεις.
  2. Τὰ ὁμηρικὰ ἔπη τραγουδιοῦνταν 300 χρόνια πρὶν καταγραφοῦν τὸν 9ο-8ο π.Χ. αἰ. Ὁ Διγενὴς Ἀκρίτας (13ος-14ος αἰ.) τραγουδιόταν νωρίτερα ἀπὸ τὴν καταγραφή του.
  3. Δημήτριος Ἀθανασίου, πρωτοπρ., Τὰ ἐγκώμια καὶ ὁ ἐπιτάφιος τῆς Παναγίας, στὸ ἱστολόγιό του «Θησαυρὸς γνώσεων καὶ εὐσεβείας», Αὔγ.2015. Δὲν γνωρίζω ἂν εἶναι γνώστης τοῦ κώδικος ἢ ἂν γράφῃ κατὰ συμπερασμό.
  4. Γεννᾶται εὔλογο τὸ ἐρώτημα πῶς ἐπινόησαν οἱ παπικοὶ τὸ ποιητικὸ αὐτὸ εἶδος τοῦ ἐπιταφίου θρήνου κατ᾿ἀρχὴν γι’αὐτοὺς καὶ στὴ συνέχεια τὸ «πάσαραν» καὶ σ᾿ἐμᾶς;  Ἡ ἱστορία εἶναι παλιά. Δὲν τὸ ἐπινόησαν, ἀλλὰ τὸ πῆραν ἕτοιμο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Συγκεκριμένα στὴν ἑλληνιστικὴ ἐποχὴ ποὺ οἱ Εὐρωπαῖοι διάβαζαν τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες συγγραφεῖς καὶ θαύμαζαν καὶ ἀντέγραψαν τὸ πάνθεό τους, πῆραν καὶ τὰ περί Ἀδώνιδος καὶ τοῦ ἐπιταφίου θρήνου του῾ Δημήτριος Σκήψιος, Τρωϊκὸς διάκοσμος, 16, στὸν Ἀθήναιο 4,74 (173f)· Παυσανίας 3,19,3, στὸ Σιαμάκη Κ., Τὸ Ἀλφάβητο, 2,179,9῾ 11, σελ. 358-9. Σιαμάκης Κ.,, Ἔκφυλοι Α΄, 54: Ἀρχαῖος ποιητὴς τοῦ ἀδέσποτου ἐπιταφίου θρήνου (Βλ. σημ. 1, σελ. 66, Εἰς νεκρὸν Ἄδωνιν, στίχ. 29, A.S.F. Gow. , Bucolici Graeci, SCBO).
  5. Βλ.στὸ διαδίκτυο ἐγκωμιαστικοὺς λόγους καὶ ἀστήρικτες καὶ ἀπαράδεκτες ὑπερβολὲς σὲ εἰκόνες τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς 15ης Αὐγούστου 2018 κατὰ τὴν περιφορὰ τοῦ «Ἐπιταφίου» Πατρῶν.
  6. Κατάδηλη καὶ ὁμολογούμενη ἡ προέλευσι τοῦ «τάφου» καὶ τῶν «Ἐγκωμίων» ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, τὸν πρῶτο χῶρο δράσεως τῶν ἐπαράτων σταυροφόρων. Ἐξ ἄλλου χαρακτηρίζεται ξένο καὶ ἀσυνήθιστο στὴν ὀρθόδοξη ἐκκλησία ὁ «τάφος τῆς Θεοτόκου». Αὐτὸ τὸ νόημα ἔχουν τὰ εἰσαγωγικὰ τοῦ Σάμου.
  7. Σημειώνεται ὅτι κατὰ καιροὺς ἢ καὶ κατὰ τόπους, ἔχουν σοβαρὲς διαφορὲς μεταξύ τους.

Υ.Γ. Οἱ ὑπογραμμίσεις μὲ ἔντονο μαῦρο χρῶμα δικές μου.
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *