Μεγάλο μεῖον τοῦ Λουθήρου καὶ ὅλων τῶν σημερινῶν παραφυάδων τοῦ προτεσταντισμοῦ εἶναι καὶ ἡ ἀνευθυνότητά τους στὸ ζήτημα τοῦ βιβλικοῦ Κανόνος. Ὅταν λέμε Κανόνα ἐννοοῦμε ποιά βιβλία ἀποτελοῦν τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ῥυθμίζουν τὸ ἦθος τοῦ Χριστιανοῦ.
Τὸ ποιά βιβλία συμπεριέλαβε ὁ Λούθηρος στὸ βιβλικὸ Κανόνα ἦταν θέμα ποὺ δὲν τὸν ἀπασχόλησε, οὔτε κἂν τὸ ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶναι τὸ πρώτιστο καὶ σοβαρώτερο ἀπ᾿ ὅλα. Δὲν πῆρε χαμπάρι ὅτι τὰ βιβλία τοῦ Κανόνος εἶναι θέμα ἀποστολικῆς παραδόσεως, καὶ ὅτι ἡ ἐκκλησία παραλαμβάνει τὸν Κανόνα ἀπὸ τὴν ἀδιάκοπη παραλαβὴ καὶ παράδοσι τῶν βιβλίων γιὰ τὴ λατρεία καὶ τὸ κήρυγμά της.
Διότι τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ Λούθηρος ἐγκαταλείπει τὸν παπισμὸ καὶ κάνει τὴν πτέρυγά του, τρεῖς Κανόνες κυκλοφοροῦσαν: ὁ ῥαββινικὸς ( Ἰουδαϊκός), ποὺ ἦταν ἀντιχριστιανικός, ὁ τῆς πρώτης οἰκουμενικῆς συνόδου μὲ ἐξουσιοδοτημένο ἐκπρόσωπό της τὸν Ἀλεξανδρείας Ἀθανάσιο, ὁ μόνος ποὺ φέρει τὴν ἀδιάκοπη χρῆσι καὶ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὁ παπικός, ὁ ὁποῖος δημιουργήθηκε κατὰ βούλησιν τοῦ θεοῦ – πάπα. Ἀπὸ τοὺς τρεῖς ὁ Λούθηρος, ἀπὸ ἀντίδρασι πρὸς τὸν παπισμό, παρέλαβε ἐντελῶς τυχάρπαστα τὸν Ἰουδαϊκό, τὸν ὁποῖο ἀκολουθοῦν μέχρι σήμερα ὅλες οἱ προτεσταντικὲς παραφυάδες τῆς λουθηρανικῆς πτέρυγος.
Πιὸ συγκεκριμένα ὁ Λούθηρος καὶ οἱ λοιποὶ προτεστάντες οὔτε κἂν ἀντιλήφθηκαν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν ἡ ἐκκλησία νὰ παραλαμβάνῃ τὴ Βίβλο ἀπὸ τὸν ἐκδότη ἢ τὸν τυπογράφο ἢ τὸ βιβλιοδέτη ἢ τὸ βιβλιοπώλη. Κανένας προβληματισμός, καμμία ἔρευνα πάνω στὸ θεμελιῶδες αὐτὸ ζήτημα ἀπὸ μέρους του.
Ἐπὶ πλέον ὁ Λούθηρος γιὰ μερικὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς ἄφησε ἐντελῶς αὐθαίρετα τὴν ἀμφιβολία του ὡς πρὸς τὴ γνησιότητα καὶ θεοπνευστία τους, ἐπειδὴ ἁπλῶς δὲν τοῦ φάνηκαν καὶ τόσο χριστιανικά. Πρόκειται γιὰ τὶς δύο Πρὸς Τιμόθεον καὶ τὴν Πρὸς Τίτον Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἀλλὰ καὶ τὶς λοιπὲς Ἐπιστολὲς τῶν δεσμῶν τοῦ Παύλου. Μ᾿ αὐτὸ τὸ προσωπικὸ κριτήριο «κανόνισε» ὁ Λούθηρος ποιός εἶναι ὁ βιβλικὸς Κανών. Πολὺ ἐπιπόλαιο ἐκ μέρους του.
Προφανῶς ἔτσι ἦταν καλύτερα γι᾿ αὐτόν. Αὐτὸς ὁ Κανὼν ἀνταποκρινόταν στὸ ἁμαρτωλὸ ἐγώ του. Καὶ οἱ σημερινοὶ προτεστάντες φαντάζονται ὅτι ἔτσι στὰ ξεκάρφωτα γίνεται καὶ στηρίζεται ἡ πίστι, μιὰ πίστι γιὰ τὴν ὁποία καλεῖται ὁ Χριστιανός, ἂν χρειαστῇ, καὶ νὰ πεθάνῃ. Γι᾿ αὐτὸ βέβαια ὁ προτεσταντικὸς κόσμος γενικῶς δὲν πιστεύει. Αὐτοί, ὅταν πιπιλίζουν συνεχῶς «πίστι» καὶ «πίστι», καὶ «πιστεύω» καὶ «πιστεύω», ἐννοοῦν τὸ ὑποκειμενικὸ «παραδέχομαι» καὶ «παραδοχή». Δὲν ξέρουν ὅτι ἡ πίστι εἶναι κάτι τὸ δεδομένο, τὸ ἀποκαλυμμένο ἄνωθεν, τὸ ἀναλλοίωτο, τὸ ἅπαξ δεδομένο, τὸ μὴ προσαρμοζόμενο κατὰ τὶς ἀπόψεις τοῦ καθενός, εἴτε τὸ παραδεχόμαστε εἴτε ὄχι, ἐπειδὴ δὲν ξέρουν καὶ ποιά ἀκριβῶς εἶναι ἡ Βίβλος, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπορρέουν τὰ πιστευτέα, καθὼς καὶ ποιό ῥόλο ἀκριβῶς παίζει ἡ Βίβλος στὴν ὑπόστασι τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Οἱ προτεστάντες τυπικὰ δέχονται ὡς Κανόνα τους γιὰ μὲν τὴν Καινή Διαθήκη ἐκείνη ποὺ πωλοῦσαν τὰ παπικὰ βιβλιοπωλεῖα κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς ἱδρύσεώς των, γιὰ δὲ τὴν Παλαιά Διαθήκη τὸν ἰουδαϊκὸ Κανόνα τῶν ἴδιων ἡμερῶν. Ὅλ᾿ αὐτὰ σὰν ἐπιλογὲς τοῦ καλόγερου Λουθήρου, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες φλερταριζόταν μὲ τὴν καλόγρια Κατερίνα. Δέχονται δηλαδὴ, μιὰ Βίβλο ποὺ στηριζόταν σὲ βάσεις καὶ παραδόσεις πολὺ σαθρὲς καὶ διαβλητὲς σὲ σύγκρισι μὲ τὴν ἀποστολικὴ παράδοσι τῆς ὀρθοδόξου χριστιανικῆς ἐκκλησίας.
Ἔτσι ἔχασαν ἕνα βιβλίο ἀπὸ τὴν Παλαιά Διαθήκη, τὸν Βαρούχ, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ Ἰουδαῖοι ῥαββῖνοι τοῦ Β΄ μ. Χ. αἰῶνος εἶχαν στριμωχθῆ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς συζητητάς τους τόσο, ποὺ τὸ μίσησαν καὶ τὸ πέταξαν καὶ στὴ θέσι του ἔβαλαν ἕνα ἀπόκρυφο, τὴν Ἐσθήρ.
Ὅσον ἀφορᾷ στὴν Καινή Διαθήκη οἱ ἴδιοι ἀμφιβάλλουν, ὅπως ἐλέχθη, γιὰ τρία βιβλία της, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς ὑπόλοιπες Ἐπιστολὲς τῶν δεσμῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐπειδὴ ἐνωχλοῦσαν τὸ Λούθηρο. Πῶς νὰ τὰ δεχόταν ὁ Λούθηρος, πού, ὡς «κληρικός», ὅπως εἴπαμε, δὲν ἦταν «ἀνὴρ μιᾶς γυναικὸς» στὴ ζωή του; Πῶς νὰ δεχτῇ βιβλία ποὺ διδάσκουν γιὰ τὸν ἐκκλησιαστικὸ διδάσκαλο καὶ ἡγέτη αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Αὐτὸ εἶναι τὸ προσωπικὸ λουθήρειο κριτήριο, τὸ «ἀνώτερο» ἀπὸ τὸ βιβλικό, καὶ αὐτὴ ἡ προσωπικὴ λουθήρεια ἠθική, ἡ «ἀνώτερη» ἀπὸ τὴ βιβλική, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Λούθηρος «κανόνισε» καὶ προσδιώρισε τὸν βιβλικὸ Κανόνα τῶν προτεσταντῶν.
Αὐτὰ τὰ σκουπίδια τρώει ὅποιος δὲν δέχεται τὴν ἀποστολικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι. Κι οὔτε μποροῦν ἀκόμη νὰ καταλάβουν οἱ προτεστάντες ὅτι χωρὶς αὐτὴ τὴν παράδοσι δὲν ὑπάρχει οὔτε Βίβλος. Τὸ μυαλό τους ἔχει κολλήσει στὸν αἱρετικὸ ἰσχυρισμό τους. Καὶ εἶναι πολὺ δύσκαμπτοι καὶ ἀρτηριοσκληρωτικοί.
Ὡς ἀποστολικὴ παράδοσι ἐννοεῖται ἡ ἱερὰ ἀρχικὴ παράδοσι τῆς ἀποστολικῆς καὶ πρώτης μεταποστολικῆς περιόδου τῆς ἐκκλησίας ὡς πρὸς τὸ ποιά εἶναι τὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ ποιά τὰ πιστευτέα καὶ πρακτέα ποὺ ἀπορρέουν ἀπ᾿ αὐτά, καὶ ὄχι «ἡ παράδοσις τῶν πρεσβυτέρων» (Μθ 15,1-20 καὶ Μρ 7,1-13), τὴν ὁποία ὁ Κύριος ὠνόμασε «παράδοσιν ὑμῶν» καὶ «παράδοσιν ἀνθρώπων», τὴν ἀπέρριψε μετὰ βδελυγμίας, καὶ κατηγόρησε τὸ φαρισαϊκὸ πρεσβυτέριο γιὰ ἀκύρωσι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ μὲ πονηρὰ ἑρμηνευτικὰ τερτίπια. «Ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ὑποκριταί, διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν», εἶπε.
Κι ὅταν οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου ἀνήγγειλαν στὸν Κύριο ὅτι «οἱ φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον (του)», ἀπάντησε μὲ ἀγανάκτησι· «Πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται». Σὰ νὰ λέῃ· Οἱ φαρισαῖοι δὲν εἶναι φυτεία τοῦ οὐρανίου πατρός, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δημιούργησαν τὸ σινάφι τους, ἐμφανίστηκαν σὰν φυτεία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὡς τέτοιοι ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνίδεους, ἐμφανιζόμενοι μάλιστα ὡς διδάσκαλοί τους. Δὲν εἶναι φυτεία, εἶναι κατάρα τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁδηγοὶ τυφλοί, ποὺ θὰ πέσουν στὸ βόθυνο. Αὐτὸ ἀπάντησε ὁ Χριστὸς γιὰ τὴν παράδοσι τῶν πρεσβυτέρων, καὶ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅσους ἀντινομοθετοῦν τὶς παραδόσεις τους στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τότε μέχρι σήμερα.
Ὅταν ὁ ἀπόστολος Παῦλος προτρέπῃ τοὺς Χριστιανούς· «Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι᾿ ἐπιστολῆς ἡμῶν» (Β’ Θε 2,15· Α΄ Κο 11,2), ἐννοεῖ κάτι τὸ πολὺ συγκεκριμένο, ἤτοι ὅσα τοὺς δίδαξε προφορικὰ καὶ μὲ τὶς δύο Ἐπιστολές του ὁ ἴδιος, καὶ ὄχι βέβαια ὅσα οἱ θεολογικῶς ἄγευστοι ἐννοοῦν. Διότι ὁ Παῦλος στὶς Ἐπιστολές του, πέρα ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις στὰ ἐρωτήματα τῶν Χριστιανῶν Θεσσαλονίκης καὶ Κορίνθου, συμπεριέλαβε περιληπτικῶς πρὸς ὑπόμνησιν καὶ τὸ προφορικό του κήρυγμα, ποὺ τὸ κήρυξε σ᾿ αὐτοὺς κατὰ τὸ διάστημα τῶν ὀλιγωτέρων ἢ περισσοτέρων ἡμερῶν ποὺ ἔμεινε στὶς πόλεις αὐτές. Ὡς παραδόσεις δὲν ἐννοεῖ κάδους στοὺς ὁποίους πετάει ὁ καθένας ὅ,τι ἐπινοεῖ καὶ κρατάει στὰ χέρια του, ὅπως ἔκαναν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ. Σαφῶς ξεχωρίζει τὶς παραδόσεις του ὁ Παῦλος ἀπὸ τὶς «παραδόσεις τῶν ἀνθρώπων» (Κλ 2,8), τὶς ὁποῖες βάζει στὴν ἴδια κατηγορία καὶ ποιότητα μὲ τὴν «φιλοσοφίαν» «καὶ κενὴν ἀπάτην κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου» ποὺ εἶναι «οὐ κατὰ Χριστόν». Τὴ δὲ πρᾶξι τῆς ἐξαπατήσεως καὶ τῆς ἁρπαγῆς τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς, τὴ θεωρεῖ σὰν ἁρπαγὴ λαφύρων καὶ τὴν ὀνομάζει «συλαγωγία».
Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης
(ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ: βλ. στὸ Δ καὶ τελευταῖο)